ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ [13-14/12/1943]

,

,

Το χρονικό τής καταστροφής τής Αγίας Λαύρας  

,

……….Από τότε που κτίστηκε, εδώ και χίλια χρόνια, το περιβόητο Μοναστήρι τής Αγίας Λαύρας από τον Αθωνίτη εκείνο μοναχό που έφυγε από την Μετάνοιά του, την Μεγίστη Λαύρα τού Αγίου Όρους, όλο καταστροφές κι ανοικοδομήσεις έχει να μάς διηγηθεί. Καταστροφή στα 1585 από τους τούρκους. Άλλη πυρπόλησις στα 1600 από τους τούρκους πάλι. Ξανά την λεηλατούν στα 1770 οι Αλβανοί. Στα 1826 περνά από πάνω της η μανία τού Ιμπραήμ και την ερειπώνει. Στα 1943 πέρασε η λαίλαπα των Γερμανών. Πολύπαθη και πολυβασανισμένη η «νέα Ιερουσαλήμ τής αναγεννηθείσης Ελλάδος». Το ορμητήριο και το στήριγμα το οικονομικό των αγωνιστών τού ’21, η ιερή κιβωτός τής Εκκλησίας, τής Εθνικής ιστορίας μας και τέχνης.

……….Τής τελευταίας καταστροφής τής ιστορικής Μονής το χρονικό θα μεταφέρωμε εδώ γραμμένο από ευλαβή μοναχό, που έζησε τα τραγικά γεγονότα.

……….«Ήτο», μάς αφηγείται ο χρονογράφος, «η δωδεκάτη τού Δεκεμβρίου 1943. Τας πρωϊνάς ώρας, είδομεν από την Μονήν μας, που κείται Νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων και εις απόστασιν μιάς περίπου ώρας, καπνούς πυκνούς να καλύ­πτουν την πόλιν. Ηκούσαμεν κατόπιν κρότους πολυβόλου. Είπομεν, ότι κάτι κακό έκαναν εκεί, εις την πόλιν οι Γερμανοί. Όμως, δεν εφανταζόμεθα ότι θα ήτο τόσο μέγα εις έκτασιν και βάθος το καταστρεπτικόν τους έργον. Δεν είχε κανείς από ημάς το θάρρος να μεταβεί διά να μάθει σχετικώς. Όλοι εφοβούμεθα, διότι οι Γερμανοί επέτρεπον μεν να εισέλθει κανείς εις την πόλιν, απηγόρευον όμως την έξοδον εκ ταύτης.

……….Όλοι μας, κατηφείς ως είμεθα, ηρχίσαμεν να καταλαμβανώμεθα από ένα συναίσθημα φόβου. Ηρχίσαμε νά λαμβάνωμε και ωρισμένας αποφάσεις διά την αντιμετώπισιν τού εκ των Γερμανών κινδύνου. Πολλοί των πατέρων ήρχισαν να μεταφέρουν πράγματα πρώτης ανάγκης και να τα κρύπτουν μέσα εις το δάσος. Απεφάσισαν και να μένουν, την νύκτα έξω από την Μονήν. Μεταξύ αυτών ήμην και εγώ. Έμεινα μετά τού πατρός Ευσεβίου κάτω από μίαν βαλανιδιάν εις το δάσος. Το δυνατό ψύχος και η αγωνία δεν μάς άφηναν να κλείσωμε μάτι. Το μεσονύκτιον ηκούσθη το σήμαντρον. Μάς εκάλει εις τον ιερόν Ναόν διά την ορθρινήν ακολουθίαν. Όλοι μας εσπεύσαμεν. Οι περισσότεροι μάλιστα εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, προαι­σθανόμενοι ότι κακόν θα μάς συμβεί, πριν φύγουν εκ τής πόλεως οι Γερμανοί. Η εκκλησία απέλυσε ημίσειαν ώραν πριν φώτιση. Εξήλθομεν από τον Ναόν και όλοι ηρχίσαμεν το έργον τής αποκρύψεως διαφόρων αντικειμένων. Ιδιαιτέρως εγώ μετά τού πατρός Ευσεβίου ησχολήθημεν με την απόκρυψιν πραγμάτων τού ιερού Ναού.

……….Περί ώραν ενάτην τής δέκατης τρίτης Δεκεμβρίου οι περισσότεροι των πατέρων είχαν απομακρυνθεί. Φεύγων και εγώ παρεκάλεσα τον μοναχόν πατέρα Αγαθάγγελον [Ασημακόπουλο], να απομακρυνθώμεν τής Μονής. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησεν. ”Εγώ θά παραμείνω”, είπε. ”Δεν πιστεύω να με σκοτώσουν’‘. Μόλις δε ευρέθημεν εις ολίγην απόστασιν κάτωθεν τής Μονής, έναντί μας, επί τής αμαξιτής οδού, εβάδιζον πρός την Μονήν περί τους πεντήκοντα Γερμανούς. Αμέσως επέσαμε κατά γης. Εξαπλώθημεν. Εκρύψαμε τους εαυτούς μας με βαλανιδιάς και σχεδόν αναίσθητοι αναμέναμεν ριπάς όπλου. Μετά δεκάλεπτον, έρποντες εντός τού δάσους, εκρύβημεν καλύτερον. Δεν επέρασε δε πολύ και ηκούσαμεν κρότους όπλου. Η σκέψις μας επέταξε αμέσως προς τους εναπομείναντας πατέρας.

……….Αργότερον, σηκωθείς ολίγον εκ τής θέσεώς μου και ατενίζων προς την Μονήν, είδον πυκνούς καπνούς να ανυψώνωνται επάνω απ’ αυτήν. Η καρδία μου ερράγισεν. Αρχί­σαμε, ωσάν μωρά, να κλαίμε διά το κακό που μάς συνέβη. Παραμείναμε ως τας απογευματινάς ώρας εκεί, διότι από το σημείον αυτό δεν εβλέπαμεν την πλατείαν τής Μονής και δεν εγνωρίζαμεν αν έφυγαν οι Γερμανοί.

……….Απεφασίσαμεν κατόπιν μετά τού πατρός Ευσεβίου να πλησιάσωμε με πολλήν προφύλαξιν την Μονήν. Έξω απ’ αυτήν συνηντήσαμεν ένα υπηρέτην της. Μάς είπεν ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει τον τόπον περί την μεσημβρίαν. Επλησιάσαμεν. Θεέ μου, τί κακό! Το παν είχεν αποτεφρωθεί. Η μεγαλοπρε­πής καί επιβλητική ιστορική Μονή μας, δεν υπήρχε πλέον. Μόνον ο ιερός Ναός παρέμενεν άθικτος. Το πυρ που έθεσαν εις αυτόν δεν ήναψεν. Η Παναγία έκαμε και πάλιν το θαύ­μα της.

……….Δεν είχομεν συνέλθει από το θλιβερόν αυτό θέαμα και ευρέθημεν προ ετέρου, έτι οδυνηροτέρου:

……….Κατά γης, γύρω από τον ιστορικόν πλάτανον, έκειντο οι εκλελεσθέντες πατέρες, Βασίλειος [Νασιόπουλος], Νεόφυτος [Αρφάνης], Ευθύμιος [Χρυσανθακόπουλος], Αγαθάγγελος  [Ασημακόπουλος] και ο υπηρέτης τής Μονής, Π. Μπράτσικας.

……….Εγονατίσαμεν μέ πόνον άφατον προ των πτωμάτων και με λυγμούς ησπαζόμεθα αυτά ευλαβώς. Μετά ταύτα τα μεταφέραμεν μετά τού π. Ευσεβίου εις το έναντι τής Μονής ναΐδριον. Απ’ εκείνην την ώραν δεν ηκούετο τίποτε άλλο εις την Μονήν παρά οι θρήνοι και οι κοπετοί των προσερχομένων πατέρων. . .»


  • Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνας :  « λληνικ μερολόγιο »
  • Πηγή: Το έργο τού Μητροπολίτου Λήμνου Διονυσίου«Εκτελεσθέντες και μαρτυρήσαντες κληρικοί 1942-1949.»
Γι' ατό, τν ερέων πο μαρτύρησαν γι τν κκλησία κα τ θνος τους,  ς εναι  μνήμη αωνί.