ΒΙΒΛΙΑ-ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΥΚΛΕΙΑΣ-ΒΙΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΣΤΟΧΑΣΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

 

Σύνθεση αποτελούμενη από τμήμα τοιχογραφίας στην Πομπηία με θέμα την αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία.
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Φιλόλογος – Θεολόγος.

Απάνθισμα  Ευκλείας

βίοι

και έργα

στοχαστών

τής αρχαιότητας

.

Θεσσαλονίκη  2006

.

Στην ιερή μνήμη

τού σεπτού διδασκάλου μου

Federico Carlos Krutwig Sagredo

Πρυτάνεως τής Βασιλικής Ακαδημίας

τής Βασκικής Γλώσσας και

Προέδρου τής Ελληνικής Ακαδημίας

τής Χώρας των Βάσκων.

Αντί  προλόγου …

 ,

……….«Εάν, όμως, ήταν απαραίτητο να επιλέξουμε ποιά μεταξύ όλων είναι εκείνη που αξίζει το βραβείο, ποιός θα τολμούσε να θυσιάσει την ελληνική γλώσσα; Αυτή η γλώσσα έχει θεϊκή ουσία. Όταν κάποιος δοκιμάσει την γεύση της, κάθε άλλη γλώσσα τού φαίνεται πικρή ή άγευστη. Δεν πρόκειται μόνον γιά τις ιδέες, των οποίων την έκφραση υπηρέτησε αυτή η γλώσσα, ή γιά τούτη την λογοτεχνία, η οποία είναι σχολείο επιστήμης και ομορφιάς, ένας «θησαυρός γιά την σωτηρία τής ψυχής» όπως έλεγαν οι Αιγύπτιοι. Πράγματι, η εξωτερική μορφή τής ελληνικής γλώσσας είναι από μόνη της ένα όργανο ικανοποίησης τού πνεύματος. Η αρμονία των ρυθμών της, η ομορφιά των ήχων της, ο πλούτος τού λεξιλογίου της, ούτε καν αυτά δεν αποτελούν τα πιό πολύτιμα προσόντα της. Στον χώρο τής γραμματικής η ελληνική γλώσσα υπερέχει έναντι όλων των γλωσσών λόγω τής ακρίβειας των μορφημάτων της, τα οποία καθιστούν λαμπρή την διαμόρφωση των λέξεών της, λόγω τής πλαστικότητας τού συντακτικού της, το οποίο αποδίδει στην σκέψη ολόκληρη την αξία της, ακολουθεί όλους τους κυματισμούς της, επιτρέπει να ιδωθούν με διαφάνεια όλες οι εννοιολογικές αποχρώσεις της. Ποτέ δεν σφυρηλατήθηκε ένα εργαλείο πιό ωραίο, γιά να εκφράσει την ανθρώπινη σκέψη…

Joseph Vandryes

 .

……….«Είμαστε Ευρωπαίοι μόνον και μόνον εξαιτίας τής ελληνικής παιδείας μας. Ανήκουμε στον προοδευμένο και πλούσιο Κόσμο εξαιτίας τού ελληνικού πολιτισμού μας, χωρίς τον οποίον δεν θα ήταν – σε καμμία περίπτωση – εφικτή η πρόοδός μας, ενώ οι χώρες, όπως οι αφρικανικές και η Ινδία και η Κίνα, οι οποίες δεν έχουν συμμετάσχει στην ελληνική πολιτισμική παράδοση, αποτελούν δίκαια τον Τρίτο Κόσμο, ακόμη και αν ενίοτε συνέβη να ανέπτυξαν μεγάλους πολιτισμούς…».

Federico Carlos Krutwig Sagredο

.

Εισαγωγή

 

……….α. «Απάνθισμα Ευκλείας»

……….«Εύκλεια» ονομάζεται – ή, καλύτερα, ονομαζόταν – η καλή φήμη και η αναμφισβήτητα αναγνωρισμένη δόξα και ο από κοινού αποδεκτός έπαινος. «Ευκλεής» είναι ο άνθρωπος που συνοδεύεται από την εύκλεια, που χαρακτηρίζεται από αυτήν, που είναι αντάξιός της. Κανείς από τους δύο όρους, ούτε το ουσιαστικό ούτε το επίθετο, δεν αποτελεί πλέον ζωντανό στοιχείο τής ελληνικής γλώσσας. Αμφότεροι παραμένουν «φιλολογικά απολιθώματα». Η αχρησία τους, όμως, δεν οφείλεται – όπως εύκολα και πρόχειρα και αρκετά ύποπτα θα «συμπέραιναν» κάποιοι – στην δύσκολη ή δυσπρόσιτη ή δυσνόητη ετυμολογία των δύο όρων. Τόσο η λέξη «ευ», όσο και η λέξη «κλέος» εξακολουθούν να συναντιούνται και να ερμηνεύονται – απίστευτο αλλά αληθινό! – σε αρκετά ποιοτικά λεξικά τής νεοελληνικής γλώσσας. Ο λόγος, λοιπόν, γιά τον οποίον οι δύο προαναφερόμενοι όροι έχουν περιέλθει σε αχρησία, είναι άλλος: η κάθε γλώσσα, ως ζωντανός οργανισμός, ως φυσικό φαινόμενο, ως όργανο έκφρασης των νοητικών συλλήψεων, αποβάλλει οτιδήποτε δεν χρησιμοποιεί, και δεν χρησιμοποιεί οτιδήποτε ο νους δεν συλλαμβάνει, και ο νους δεν συλλαμβάνει είτε τα υποκειμενικώς ή αντικειμενικώς «ανύπαρκτα» είτε τα εκουσίως ή ακουσίως «αδίδακτα». Με λίγα λόγια: πού και πώς να εντοπίσουμε – μεταξύ των συνανθρώπων μας – τους «ευκλεείς» ανθρώπους, ώστε να τους ονομάσουμε;

……….Η «υπέροχη» εποχή μας, ωστόσο, βρίθει «επωνύμων», «γνωστών», «φημισμένων», «δοξασμένων» και «επαινετών» ανθρώπων. Όλοι σημαντικοί, και ας μην γνωρίζουμε την αιτία. Όλοι αξιόλογοι, και ας μην ενδιαφέρει κανέναν η αξία τους. Όλοι διάσημοι, και ας μην τους θυμόμαστε γιά περισσότερο από μερικές εβδομάδες. Είναι τόσο πολλοί, που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των λιγότερο ή περισσότερο ή υπερβολικά προβεβλημένων – γιά οποιονδήποτε λόγο και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες – προσωπικοτήτων. Είναι τόσο πολλοί, που εύλογα κάποιος εχέφρων άνθρωπος θα απορούσε με το ότι ένας εγκληματίας τού κοινού ποινικού δικαίου είναι τόσο φημισμένος, όσο δοξασμένος είναι και ένας σοφός επιστήμονας. Είναι τόσο πολλοί, που δικαιολογημένα κάποιος ευφυής άνθρωπος θα αηδίαζε με το ότι ένας απλός θηλυδρίας είναι τόσο γνωστός, όσο διάσημος είναι και ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης. Εν ολίγοις: είναι τόσο πολλοί, που δίκαια ή άδικα χάνονται, λησμονούνται και παρέρχονται. Ας συλλογιστούμε, όμως, και κάτι ακόμη: είναι επώνυμοι – αλλά γιά ποιό πράγμα; Είναι γνωστοί – αλλά γιά πόσον καιρό; Είναι φημισμένοι – αλλά με ποιόν τρόπο διαφημίζονται; Είναι δοξασμένοι – αλλά ποιός τους δοξάζει; Είναι επαινετοί – αλλά πόσο μας πείθουν;

……….Επειδή σκοπός τής παρούσας, περιορισμένης εισαγωγής δεν είναι να αναλύσει την ανωτέρω προβληματική και παράξενη και παράδοξη κατάσταση – παρά μόνον να την θίξει – θα αρκεστούμε σε μία απλή διαπίστωση: συγκρίνοντας τους ευκλεείς με τους «υπόλοιπους», αναγνωρίζουμε την εύκλεια των πρώτων και μας αφήνει αδιάφορους ακόμη και η παρουσία των δεύτερων, ή θαυμάζουμε την εύκλεια των πρώτων και ελαφρώς συγκινούμαστε από την φήμη ορισμένων από τους δεύτερους. Ίσως, τελικά, γι’ αυτόν τον λόγο οι ευκλεείς να παραμένουν «κλασικοί» και «αξεπέραστοι», ενώ οι υπόλοιποι έρχονται και παρέρχονται, αν και ελάχιστοι από τους δεύτερους – γιά την ώρα – προφανώς αδικούνται.

……….Στους ευκλεείς, λοιπόν, είναι αφιερωμένο αυτό το βιβλίο. Σκοπός τής συγγραφής του δεν είναι απλώς να μας τους γνωρίσει καλύτερα, αφού όλοι κάτι έχουμε ακούσει ή διαβάσει γι’ αυτούς, αλλά κυρίως να μας ωθήσει να επανεξετάσουμε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τους εκατοντάδες τυχάρπαστους, τους οποίους με περισσή ευκολία και ελάχιστη σωφροσύνη κοσμούμε με τους όρους «επώνυμος», «φημισμένος», «διακεκριμένος» και άλλους, με αυτά τα πολύτιμα επίθετα που αφελώς και αδίκως διασκορπίζουμε δεξιά και αριστερά, ενώ ταυτόχρονα – ακριβώς επειδή τα ευτελίζουμε με την αφειδή χρήση – ουσιαστικά τα «στερούμε» από τις ελάχιστες δεκάδες των αντάξιων πνευματικών απογόνων των Ευκλεών Γυναικών και Ανδρών κάθε έθνους και κάθε εποχής.

……….β. Οι βιογραφίες

……….Στο ανά χείρας βιβλίο βιογραφούνται κατ’ αλφαβητική σειρά δώδεκα επιφανείς στοχαστές των καλούμενων «αρχαίων χρόνων». Οι αρχαιότεροι από αυτούς είναι ο μεγάλος επικός ποιητής Ησίοδος και ο διάσημος νομοθέτης Σόλων, ενώ οι νεώτεροι είναι ο σκωπτικός συγγραφέας Λουκιανός, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σαλούστιος και ο επιστολογράφος Αλκίφρων. Γιά τον κορυφαίο διδάσκαλο τής ρητορικής τέχνης, τον Ισοκράτη, επιλέχτηκε η εκτενής και επαρκώς λεπτομερής βιογραφία που έγραψε γιά τον ίδιο ο σοφός θεολόγος Πλούταρχος, στο βιβλίο του «Βίοι των δέκα ρητόρων». Γιά περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες, οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν στην βιβλιογραφία, η οποία παρατίθεται στις τελευταίες σελίδες τού παρόντος βιβλίου.

……….γ. Τα μεταφρασμένα κείμενα

……….Στο δεύτερο μέρος τής παρούσας έκδοσης – στο «Ανθολόγιο» – περιλαμβάνονται τριάντα εκλεκτά αποσπάσματα από πάντοτε επίκαιρα έργα δέκα βιογραφούμενων στοχαστών. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από τον υποφαινόμενο και στηρίχτηκαν κυρίως στα στερεότυπα αρχαιοελληνικά κείμενα των περίφημων εκδόσεων «Oxford Classical Texts» και «Les Belles Lettres», ενώ σκοπός τους ήταν – στο μέτρο τού ευλόγως δυνατού – να διατηρήσουν την βασική ορολογία, να διασώσουν την αφηγηματική ή φιλοσοφική δομή και να διαφυλάξουν την επικοινωνιακή ποιότητα των αρχαίων συγγραμμάτων, χωρίς να προδίδουν τις ανεξάντλητες εκφραστικές και συντακτικές δυνατότητες τής νεοελληνικής γλώσσας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα κείμενα τού ρήτορα Αλκίφρονα, τα οποία δεν μεταφράστηκαν, αλλά αποδόθηκαν ελεύθερα, γιά να διατηρήσουν το έντονα ευτράπελο νόημα και τον αδιαμφισβήτητα κωμικο-τραγικό χαρακτήρα τους.

……….Σ’ αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμη η διευκρίνιση των παρακάτω στοιχείων: τα αρχαία κείμενα – εκτός εκείνων τού Αλκίφρονα – «μεταφράστηκαν» στην νέα ελληνική γλώσσα, δηλαδή οι «φράσεις» τής αρχαίας ελληνικής μετατράπηκαν σε «φράσεις» τής νεοελληνικής γλώσσας. Τα αρχαία κείμενα, λοιπόν, δεν «μεταγλωττίστηκαν» (διότι κινηθήκαμε στα πλαίσια τής ίδιας γλώσσας, τής ελληνικής, αντιμετωπίζοντας δύο μορφές της που διαφέρουν λόγω τού χρόνου, κατά τον οποίον αναπτύχθηκαν), ούτε «αποδόθηκαν» (αφού «αποδίδουμε» ένα νόημα και όχι μία γλώσσα), ούτε «ερμηνεύτηκαν» (επειδή κανενός τύπου διευκρίνιση ή ανάλυση ή επεξήγηση ή σχολιασμός δεν εντάχθηκε στο κείμενο τής νεοελληνικής μετάφρασης).

……….δ. Η βιβλιογραφία

……….Οι τελευταίες σελίδες τής παρούσας έκδοσης φιλοξενούν επιλογές από την ελληνόγλωσση και την ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Στα εκλεκτά συγγράμματα των δύο καταλόγων, οι αναγνώστες δύνανται να βρουν επιπλέον πληροφορίες γιά τον βίο, την δράση, την εποχή και τα έργα των δώδεκα στοχαστών τού ανά χείρας βιβλίου, καθώς και ενδιαφέρον υλικό γιά κάθε πτυχή τής πλουσιότατης αρχαίας γραμματείας.

……….Εάν το βιβλίο μας καταφέρει να κινήσει την περιέργεια, να ενισχύσει την επιθυμία ενασχόλησης και να τονώσει την τάση φιλομάθειας των αναγνωστών του ως προς το αξιοθαύμαστο πνευματικό έργο των αρχαίων στοχαστών, θα έχει επιτύχει τον σκοπό του.

Αθανάσιος Τσακνάκης

Άνοιξη τού 2006

Καμίνι Άγρας, Λέσβος

.

Μέρος  Α΄

 

 

Β ι ο γ ρ α φ ί ε ς

 

«Ένας – γιά μένα – ισούται με δέκα χιλιάδες, εάν αυτός είναι άριστος…».                                                                                   ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

.

Αλκίφρων ο Ρήτορας

.

……….Ο σοφιστής και ρήτορας Αλκίφρων έζησε και έγραψε στις αρχές τού τρίτου μετά Χριστόν αιώνα. Σχετικά με τον βίο του γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, αλλά από το πολύτιμο και εκτενές έργο του – το οποίο εντάσσεται στο φιλολογικό είδος τής «επιστολογραφίας» – σώζονται περίπου εκατό επιστολές, χωρισμένες σε τέσσερις ομάδες: «Αγροτικές», «Αλιευτικές», «Παρασιτικές» και «Εταιρικές».

……….Τα περιστατικά, τα οποία περιγράφονται στις επιστολές τής κάθε ομάδας, θεωρούνται προϊόντα τής φαντασίας τού Αλκίφρονα, αφού όλα τα κείμενα τού ρήτορα είναι ετεροχρονισμένα και τοποθετούνται σε παλαιότερες εποχές. Ωστόσο, τα ήθη, τα έθιμα, οι συνήθειες και οι παραδόσεις εκείνων των καιρών παρουσιάζονται με απαράμιλλη πιστότητα, ενώ η καθημερινή ζωή τού αρχαίου κόσμου – κυρίως των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων τής κοινωνίας – αντικατοπτρίζεται με ιδιαιτέρως μεγάλη ακρίβεια.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Πρώτο]

.

Διόδωρος ο Σικελιώτης

.

……….Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γεννήθηκε στο Αγύριο τής Σικελίας, στην ευκλεή Μεγάλη Ελλάδα, γύρω στα 90 π.Χ. Γιά την ζωή του δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Μοναδική πηγή βιογραφικών πληροφοριών είναι τα βιβλία του. Γνωρίζουμε ότι εκτός από την μητρική γλώσσα του, την ελληνική, είχε διδαχτεί και την λατινική, επειδή η πόλη του είχε εκτεταμένες πολιτιστικές και οικονομικές συναλλαγές με τους Ρωμαίους, ενώ ο ίδιος επισκέφτηκε επανειλημμένα την ακμάζουσα Ρώμη, όπου συνέλεξε πολύτιμο υλικό – ελληνόγλωσσο και λατινόγλωσσο – γιά το συγγραφικό έργο του.

……….Κατά την 180ή Ολυμπιάδα (60-56 π.Χ.), σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του, βρισκόταν στην Αθήνα γιά σπουδές. Στην Αίγυπτο παρέμεινε επί τρία έτη, συναναστρεφόμενος τους ιερείς τής χώρας και μελετώντας διεξοδικά τις τοπικές παραδόσεις, τους μύθους, τους θρύλους, τα ήθη και τα έθιμα. Επίσης, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα – το οποίο αγγίζει τα τριάντα έτη – ταξίδευε στις τότε γνωστότερες πόλεις τής Ευρώπης και τής Ασίας, επισκεπτόμενος βιβλιοθήκες, ερευνώντας αρχεία και συγκεντρώνοντας χρήσιμες πληροφορίες γιά το σύγγραμμά του.

……….Ο θάνατός του πρέπει να επήλθε μεταξύ τού 30 και 31 π.Χ. και να οφειλόταν σε φυσικά αίτια.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Δεύτερο]

.

Επίκουρος ο Αθηναίος

.

……….Ο φιλόσοφος Επίκουρος γεννήθηκε στα 341 π.Χ., ήταν Αθηναίος πολίτης και καταγόταν από τον δήμο Γαργηττού. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νεοκλής, ήταν γραμματοδιδάσκαλος και είχε μετακομίσει – μαζί με όλη την οικογένειά του – στην Σάμο, ως κληρούχος. Η μητέρα του ονομαζόταν Χαιρεστράτη και είχε ακόμη τρεις γιούς: τον Νεοκλή, τον Χαιρέδημο και τον Αριστόβουλο.

……….Η παιδική ηλικία τού Επίκουρου κύλισε στην Σάμο, όπου γνώρισε την φιλοσοφία στα δεκατέσσερα έτη του και μαθήτευσε κοντά στον πλατωνικό φιλόσοφο Πάμφιλο, ενώ άρχισε να μελετά – με ιδιαίτερο ενδιαφέρον – το έργο τού Δημόκριτου. Στα δεκαοχτώ του μετέβη στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα τού Ξενοφάνη, αλλά και τού Ναυσιφάνη. Ο δεύτερος ήταν οπαδός και βαθύς γνώστης τής φιλοσοφίας τού Δημόκριτου.

……….Μετά την εκδίωξη των κληρούχων από την Σάμο, η οικογένεια τού Επίκουρου μετακόμισε στην Κολοφώνα. Ο ίδιος, στην συνέχεια, ταξίδεψε στην Μυτιλήνη και αργότερα βρέθηκε στην Λάμψακο, όπου δίδαξε φιλοσοφία επί πέντε έτη, αποκτώντας πλήθος μαθητών και δημιουργώντας – λόγω τού μειλίχιου, πράου και ευγενούς χαρακτήρα του – πολλές και αξιόλογες φιλίες.

……….Στα 306 ή 305 π.Χ. ο Επίκουρος επέστρεψε στην Αθήνα, συνοδευόμενος από αρκετούς Λαμψακηνούς μαθητές του, οι οποίοι απετέλεσαν τον πυρήνα τής φιλοσοφικής σχολής του, που ιδρύθηκε ανάμεσα στο άστυ και στην πλατωνική Ακαδημεία, σ’ έναν κήπο. Αυτός ο χώρος έδωσε το όνομά του στην σχολή τού Επίκουρου, στον περίφημο «Κήπο», σύμβολο τής επικούρειας φιλοσοφίας.

……….Μεταξύ των συνεργατών τού Επίκουρου, εκτός από τους τρεις αδελφούς του, συγκαταλεγόταν ο Μητρόδωρος, που απεβίωσε νέος, ο Πολύαινος, ο Κολώτης και ο Έρμαρχος, που υπήρξε διάδοχός του στην διεύθυνση τού Κήπου. Οι μαθητές του προέρχονταν απ’ όλα τα μέρη τής Ελλάδας, αλλά και από την Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Συρία. Στην σχολή γίνονταν δεκτές και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση. Επίσης, μεταξύ των μαθητών τού Επίκουρου συναριθμούνταν διάσημες εταίρες τής εποχής του, καθώς και δούλοι.

……….Ανάμεσα στον Επίκουρο, τους συνεργάτες και τους μαθητές του αναπτύχθηκαν σχέσεις αμοιβαίας στοργής, αγάπης και αφοσίωσης. Το περιβάλλον τής σχολής ήταν εξόχως φιλικό, ενώ οι δεσμοί – που καλλιεργήθηκαν μεταξύ των επικουρείων – ήταν τόσο στενοί, που ενίοτε παρεξηγούνταν και γίνονταν αντικείμενο διαβολής ή χλευασμού.

……….Ο Επίκουρος ασκούσε την καλούμενη «πρακτική φιλοσοφία», θεωρώντας ότι η ίδια η φιλοσοφία δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, αλλά μόνον ένα μέσο γιά την επίτευξη τής πολυπόθητης ευδαιμονίας, βασικό στοιχείο τής οποίας είναι η «ηδονή», δηλαδή η «ψυχική αταραξία» και η «σωματική απονία». Η ηδονή γινόταν αποδεκτή εφόσον είχε ελεγχθεί από τον «νηφάλιο νου» και είχε χαλιναγωγηθεί από την «φρόνηση».

……….Σύμφωνα με την επικούρεια διδασκαλία, ένα από τα θεμελιώδη αγαθά τής κοινωνικής ζωής – και απαραίτητο συστατικό τού ευδαίμονος βίου – είναι η γνήσια φιλία, πηγή ασφάλειας και χαράς γιά κάθε φίλο. Η φιλία μεταξύ των μελών τού Κήπου αποτελούσε το σημαντικότερο κοινωνικό χαρακτηριστικό τής σχολής τού Επίκουρου. Τόσο ο ίδιος ο φιλόσοφος, όσο και οι συνεργάτες και οι μαθητές του, κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά την ανάπτυξη, την εδραίωση, την διατήρηση και την ενίσχυση των μεταξύ τους φιλικών δεσμών.

……….Πέρα από τον ηθικό τομέα, η επικούρεια φιλοσοφία μελετούσε και τον φυσικό. Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι η ορθή γνώση των φυσικών νόμων και οι σωστές αντιλήψεις περί των φυσικών φαινομένων συμβάλλουν στην επιτυχή αντιμετώπιση των προλήψεων και τής δεισιδαιμονίας, που είναι προϊόντα τής αμάθειας και λειτουργούν ως τροχοπέδη στην κατάκτηση τής ευδαιμονίας.

……….Κατά καιρούς, ο Κήπος δεχόταν τακτικές επιθέσεις – μεταξύ άλλων – και από τους στωικούς φιλοσόφους, αφού οι δύο σχολές, καίτοι εμφάνιζαν μεγάλες ομοιότητες στην διδασκαλία τους, συχνά συγκρούονταν εξαιτίας ορισμένων διαφορετικών θέσεων, αντιλήψεων και ιδεών, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών. Τόσο η περί ηδονών διδασκαλία τού Επίκουρου, όσο και το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε μέσα στον Κήπο, έδιναν αφορμές γιά πολλών ειδών δυσφημίσεις, που με περισσή ευκολία εκτοξεύονταν εναντίον των επικουρείων από διάφορους κακοπροαίρετους. Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι βαθύτερες αιτίες αυτών των διαβολών ήταν κάποιες προσωπικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, καθώς και ο πανταχού παρών φθόνος, μόνιμος και επίμονος εχθρός των ανθρώπων που προσεγγίζουν την ευδαιμονία.

……….Σχετικά με την αυθεντική περί ηδονών διδασκαλία τού Επίκουρου, και απαντώντας, κατά κάποιον τρόπο, στα αυθαίρετα συμπεράσματα των – κάθε τόπου και εποχής – αντιπάλων τής επικούρειας φιλοσοφίας, ο Ν. Μ. Σκουτερόπουλος («Επίκουρος», σειρά: Στοχασμοί, τόμος 12, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 2000) αναφέρει τα ακόλουθα: «όταν ο Επίκουρος διακηρύσσει ότι τελικός σκοπός των πράξεών μας είναι η ηδονή, με αυτό δεν εννοεί φευγαλέες αισθησιακές απολαύσεις, αλλά την ευδαιμονία μιάς ολόκληρης ζωής – την τού όλου βίου μακαριότητα» και «έτσι, στο ερώτημα πώς θα κατακτήσουμε την ευτυχία, ο Επίκουρος απαντά: αν απολαμβάνουμε με φρόνηση. Μιά φευγαλέα έντονη απόλαυση είναι δυνατόν να έχει δυσάρεστα – και διαρκέστερα – επακόλουθα, όπως πάλι και η εκούσια παραίτηση από μιάν απόλαυση είναι δυνατόν να δημιουργεί τις προϋποθέσεις γιά μεστότερη και ουσιαστικότερη χαρά στο μέλλον» και «υπό το πρίσμα αυτό αξία έχουν, γιά τον Επίκουρο, οι πιό εκλεπτυσμένες και ελεγχόμενες – απαλλαγμένες από αρνητικές επιπτώσεις – μορφές ευχάριστης διάθεσης, που συνδέονται με τη φιλία ή την πνευματική καλλιέργεια».

……….Ο θάνατος τού Επίκουρου επήλθε στα 270 π.Χ. – ενώ ο φιλόσοφος διήγε το εβδομηκοστό δεύτερο έτος τού βίου του – και οφειλόταν σε οξεία στραγγουρία και δυσεντερία. Υποφέροντας επί δεκατέσσερις ημέρες από συνεχείς και μεγάλους πόνους, αλλά διατηρώντας την αξιοθαύμαστη καρτερικότητα και την υποδειγματική αταραξία του, ο Επίκουρος αποχώρησε από τον αισθητό κόσμο, πιστεύοντας ότι «δεν είναι τίποτε ο θάνατος γιά εμάς, επειδή το διαλυμένο δεν αισθάνεται, και το αναίσθητο δεν είναι τίποτε γιά εμάς».

……….Μετά τον θάνατο τού Επίκουρου, η διεύθυνση τού Κήπου πέρασε διαδοχικά στα χέρια τού Έρμαρχου, τού Πολύστρατου, τού Απολλόδωρου και άλλων. Πολλοί διάσημοι άνδρες τού αρχαίου κόσμου – Έλληνες και Ρωμαίοι – υπήρξαν επικούρειοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο ρήτορας Κικέρων, ο επιγραμματοποιός Φιλόδημος, ο Λουκρήτιος, δημιουργός τού φημισμένου «Περί Φύσεως» (λατινιστί: «De rerum natura») πολύστιχου ποιήματος, ο Σενέκας (α΄ μ.Χ. αιώνας) και ο Διογένης ο Οινοανδεύς (β΄ μ.Χ. αιώνας).

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Τρίτο]

,

Επίκτητος ο Ιεραπολίτης

.

……….Ο φιλόσοφος Επίκτητος γεννήθηκε γύρω στο 50 μ.Χ., στην Ιεράπολη τής Φρυγίας, από άγνωστους γονείς. Πιθανολογείται ότι η μητέρα του ήταν δούλη. Ο ίδιος υπήρξε κτήμα τού σκληρού και βίαιου δουλοκτήτη Επαφρόδιτου, αυτοκρατορικού υπαλλήλου, στον οποίον ίσως οφειλόταν η αναπηρία τού Επίκτητου στο ένα πόδι. Στην ιδιότητά του ως δούλου πρέπει να χρωστά και το ίδιο το όνομά του, αφού «επίκτητος» σημαίνει «προσφάτως ή επιπροσθέτως ή κατόπιν ή νεωστί αποκτηθείς».

……….Κατά την διάρκεια τής βασιλείας τού Νέρωνα, ο Επίκτητος κατέστη απελεύθερος και γρήγορα έγινε ευνοούμενος τού ίδιου τού λαοφιλούς αυτοκράτορα. Υπήρξε αγαπητός μαθητής τού φημισμένου στωικού φιλοσόφου Γάιου Μουσώνιου Ρούφου, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον Νέρωνα στην Γυάρο, αλλά επέστρεψε στην Ρώμη και δίδαξε εκ νέου, μετά από τον θάνατο τού αυτοκράτορα στα 68 μ.Χ.

……….Ως απελεύθερος, ο Επίκτητος άρχισε και ο ίδιος να διδάσκει τον στωικισμό στην Ρώμη, ενώ παράλληλα στιγμάτιζε τις κατ’ αυτόν απεραντολογίες και περιττολογίες των διαλεκτικών φιλοσόφων. Στα 94 μ.Χ. υπέστη τις συνέπειες τού μεγάλου διωγμού, που εξαπέλυσε εναντίον όλων των φιλοσόφων ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, τού οποίου το άμεσο περιβάλλον θεωρούσε, τόσο τους διαφόρους διδασκάλους τής φιλοσοφίας, όσο και τους ολοένα αυξανόμενους μαθητές τους, ως στοιχεία ανατρεπτικά, ύποπτα και επικίνδυνα γιά την δημόσια τάξη και γιά τα πατροπαράδοτα ήθη τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε ο Επίκτητος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Νικόπολη τής Ηπείρου, όπου άνοιξε νέα σχολή και απέκτησε πολλούς μαθητές. Εκεί δίδαξε μέχρι τον θάνατό του, ο οποίος επήλθε γύρω στα 130 μ.Χ.

……….Οι βιογραφικές πηγές κοσμούν τον Επίκτητο με πληθώρα επιθέτων, τα οποία αποδεικνύουν ότι η ζωή του υπήρξε αυθεντική αντανάκλαση των διδασκαλιών και τής φιλοσοφίας του: «πράος, λιτός, έντιμος, ολιγαρκής, ενάρετος, φτωχός, καταδεκτικός, ευπροσήγορος, απλός, σεμνός». Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ποτέ δεν νυμφεύτηκε, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι υιοθέτησε ένα ορφανό παιδί και προσέλαβε μία γυναίκα γιά να το αναθρέψει και να το φροντίσει.

……….Ο Στέφανος Δέλτα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Επίκτητος είναι βεβαίως άνθρωπος μέσα στον οποίο βρέθηκαν ενωμένοι όλοι αυτοί οι όροι: δούλος, ανάπηρος, πάμπτωχος, κατατρεγμένος, πέρασε από τις σκληρότερες δοκιμασίες τού βίου, από τις κοινωνικές καταστάσεις που θεωρούνται οι πιό εξευτελιστικές, και δεν έπαυσε να είναι καθαρός σαν διαμάντι. Το πνεύμα του ζυγίζεται αψηλά κι από τα ύψη βλέπει και κρίνει τα εγκόσμια, μαζί και το δικό του σώμα, τις αδυναμίες και τις ανάγκες του. Καθήκον του θεωρεί να κρατεί τη συνείδησή του, την οδηγήτρα του, ανεπηρέαστη από κάθε εξωτερικό συμβάν και να ωφελεί τους ομοίους του, με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του».

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Τέταρτο]

.

Ησίοδος ο Ασκραίος

.

……….Ο δημιουργός τής «Θεογονίας» κατέχει την δεύτερη θέση στο Πάνθεο των μεγάλων Ελλήνων επικών ποιητών, αφού ο συνομήλικος ή – κατ’ άλλους – πολύ γηραιότερός του Όμηρος τοποθετήθηκε επάξια στην πρώτη. Η εποχή του δεν μας είναι επαρκώς γνωστή, ενώ γιά τον βίο του ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε.

……….Ο Ησίοδος γεννήθηκε στην Κύμη τής Ιωνίας και ανατράφηκε στην Άσκρα τής Βοιωτίας, απ’ όπου επονομάστηκε Ασκραίος. Μετά από τον θάνατο τού πατέρα του, υπήρξε θύμα τού ίδιου τού αδελφού του, ο οποίος δεν του παραχώρησε το προβλεπόμενο μέρος τής πατρικής κληρονομιάς, δωροδοκώντας τους δικαστές που ανέλαβαν να την διαμοιράσουν.

……….Ο Ησίοδος εργαζόταν ως γεωργός και λέγεται ότι συνέθεσε δεκαοχτώ επικά ποιήματα, αλλά στις μέρες μας – εκτός από μία πληθώρα αποσπασμάτων – σώζονται μόνον τρία έργα του, γραμμένα στην ιωνική διάλεκτο: η πασίγνωστη «Θεογονία», τα «Έργα και Ημέραι» και η «Ασπίς Ηρακλέους».

……….Φαίνεται ότι δολοφονήθηκε σε μεγάλη ηλικία, στους Λοκρούς, στην κατοικία κάποιου Μιλήσιου – μετά από μία ανόητη παρεξήγηση με τους γιούς τού οικοδεσπότη – και το σώμα του ρίχτηκε στην θάλασσα, απ’ όπου το ανέσυραν οι εντόπιοι, τιμωρώντας παραδειγματικά τους δολοφόνους του.

……….Ένας δελφικός χρησμός αναφέρει γιά τον Ησίοδο τα ακόλουθα: «Ευτυχισμένος αυτός ο άνδρας, ο οποίος επιμελείται τον οίκο μου, ο Ησίοδος, τιμημένος με την χάρη των αθάνατων Μουσών. Το κλέος του θα διαρκέσει όσο εξαπλώνεται η αυγή. Φυλάξου, όμως, από το όμορφο άλσος τού Νέμειου Δία. Εκεί, κατά το πεπρωμένο, θα σε βρει ο θάνατος».

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Πέμπτο]

,

Ισοκράτης ο Ρήτορας

.

……….Στο βιβλίο «Βίοι των δέκα ρητόρων», τού Πλουτάρχου, παρατίθεται – μάλλον σε μορφή σημειώσεων, στις οποίες ο συγγραφέας σκόπευε να δώσει μορφή εκτενέστερου και πληρέστερου κειμένου – η ακόλουθη ενδιαφέρουσα βιογραφία τού Ισοκράτη:

……….«Ο Ισοκράτης ήταν παιδί τού Θεοδώρου τού Ερχιέα, ενός μετριοπαθούς πολίτη που κατείχε αυλοποιούς δούλους και από αυτούς κατέστη εύπορος – ώστε και χορηγίες ανέλαβε και τους γιούς του εκπαίδευσε, γιατί είχε και άλλους, τον Τελέσιππο και τον Διόμνηστο, όπως και μία θυγατέρα – και εξαιτίας των αυλών διακωμωδήθηκε από τον Αριστοφάνη και τον Στράττη.

……….Ο Ισοκράτης γεννήθηκε κατά την ογδοηκοστή έκτη Ολυμπιάδα, όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Λυσίμαχος τού Μυρρινουσίου. Ήταν κατά εικοσιδύο έτη νεώτερος τού Λυσία και κατά επτά πρεσβύτερος τού Πλάτωνα. Όντας παιδί έλαβε παιδεία όπως κάθε Αθηναίος, παρακολουθώντας τα μαθήματα τού Προδίκου τού Κείου, τού Γοργία τού Λεοντίνου, τού Τισία τού Συρακουσίου, και τού ρήτορα Θηραμένη.

……….Ο Θηραμένης συνελήφθη από τους Τριάντα Τυράννους, αλλά κατέφυγε στην Βουλαία Εστία. Ενώ όλοι τρομοκρατήθηκαν, μόνον ο Ισοκράτης σηκώθηκε γιά να τον υπερασπιστεί. Αρχικά έμεινε σιωπηλός γιά πολλή ώρα, έπειτα όμως ο Θηραμένης τού ζήτησε να παραιτηθεί, λέγοντας ότι θ’ απέβαινε οδυνηρότερο γιά τον ίδιο αν κάποιος από τους φίλους του συμμετείχε στην συμφορά του. Λέγεται, επίσης, ότι κάποια έργα τού Θηραμένη, γιά την ρητορική τέχνη, τα οποία επιγράφονται ως έργα τού Βότωνα, χρησιμοποίησε ο Ισοκράτης όταν συκοφαντήθηκε στα δικαστήρια.

……….Αφού ανδρώθηκε, απείχε από τα πολιτικά πράγματα, όντας ισχνόφωνος, και στους τρόπους συνεσταλμένος, κ’ έχοντας απολέσει την πατρική περιουσία κατά τον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων. Δεν φαίνεται να είχε συναγωνιστεί μαζί με άλλους ούτε να είχε καταθέσει ως μάρτυρας υπέρ άλλων, ενώ εκφώνησε μόνον έναν λόγο, τον «Περί τής αντιδόσεως». Συνέστησε σχολή και σκέφτηκε να στραφεί προς την φιλοσοφία και την συγγραφή. Έγραψε τον «Πανηγυρικό λόγο» και μερικούς άλλους, συμβουλευτικούς, κάποιους από τους οποίους αναγίγνωσκε ο ίδιος, ενώ κάποιους προετοίμαζε γιά άλλους, θεωρώντας ότι έτσι θα προέτρεπε τους Έλληνες να φρονούν τα δέοντα.

……….Αποτυγχάνοντας στις προσδοκίες του, απέστη από αυτά και ηγήθηκε μιάς σχολής, πρώτα στην Χίο, όπου είχε εννέα μαθητές, όπως λένε ορισμένοι. Τότε είδε το ποσό τού μισθού του, δάκρυσε και είπε: «κατάλαβα ότι πούλησα σ’ αυτούς τον εαυτό μου». Συνομιλούσε με όσους το επιθυμούσαν και πρώτος αυτός χώρισε τους εριστικούς λόγους από τους πολιτικούς, τους οποίους μελέτησε. Στην Χίο θέσπισε δημόσια αξιώματα και πολίτευμα όμοιο με τής πατρίδας του. Απέκτησε χρήματα, όσα κανείς άλλος μεταξύ των σοφιστών, ώστε ανέλαβε και τριηραρχίες, ενώ οι ακροατές του έγιναν μέχρι και εκατό, και μεταξύ πολλών άλλων ήταν και ο Τιμόθεος τού Κόνωνα, με τον οποίο επισκέφτηκε πολλές πόλεις, συνθέτοντας τις επιστολές που ο Τιμόθεος έστελνε προς τους Αθηναίους, γιά τις οποίες τού δωρίθηκε ένα τάλαντο από τα χρήματα που είχαν περισσέψει από την Σάμο.

……….Κοντά του μαθήτευσε ο Θεόπομπος ο Χίος, ο Έφορος ο Κυμαίος, ο Ασκληπιάδης που συνέγραψε τις υποθέσεις των τραγωδιών, και ο Θεοδέκτης ο Φασηλίτης που αργότερα έγραψε τις τραγωδίες, τού οποίου είναι το μνημείο που βρίσκεται στην Κυαμίτη, καθώς πορευόμαστε προς την Ελευσίνα, επί τής Ιεράς Οδού, αυτό που τώρα είναι ερειπωμένο. Εκεί, μαζί με το δικό του, ύψωσε και τ’ αγάλματα των ενδοξοτέρων ποιητών, από τα οποία σώζεται μόνον το άγαλμα τού ποιητή Ομήρου. Μαθητής του ήταν και ο Λεώδαμος ο Αθηναίος και ο Λάκριτος ο νομοθέτης των Αθηναίων και – όπως λένε μερικοί – ο Υπερείδης και ο Ισαίος.

……….Επίσης λένε ότι και ο Δημοσθένης, όσο ακόμη ο Ισοκράτης δίδασκε ρητορική, προσήλθε κοντά του με σπουδή, αλλά τού είπε ότι, επειδή δεν είχε να του δώσει τις χίλιες δραχμές που εισέπραττε ως αμοιβή, θα του έδινε μόνον διακόσιες, γιά να μάθει το ένα πέμπτο τής διδασκαλίας. Τότε ο Ισοκράτης αποκρίθηκε: «Δημοσθένη, δεν τεμαχίζω την διδασκαλία μου. Όπως ακριβώς οι ωραίοι ιχθύες πωλούνται ολόκληροι, έτσι κ’ εγώ θα σου δώσω ολόκληρη την τέχνη μου, αν επιθυμείς να μαθητεύσεις».

……….Πέθανε την χρονιά που επώνυμος άρχοντας ήταν ο Χαιρώνδας, έχοντας πληροφορηθεί στην παλαίστρα τού Ιπποκράτη τα νέα από την Χαιρώνεια. Ο ίδιος έδωσε τέλος στον βίο του, απέχοντας επί τέσσερις ημέρες από την σίτιση, λέγοντας την αρχή τριών δραμάτων τού Ευριπίδη – «Ο Δαναός, ο πατέρας πενήντα θυγατέρων…» και «Ο Πέλοψ ο Ταντάλειος, που έφτασε στην Πίσα…» και «Όταν κάποτε ο Κάδμος έφυγε από το Σιδώνιο άστυ…» – και έχοντας ζήσει ενενήντα οχτώ ή, όπως λένε μερικοί, εκατό έτη, μη υπομένοντας να βλέπει γιά τέταρτη φορά να υποδουλώνεται η Ελλάς.

……….Έναν χρόνο ή, όπως λένε μερικοί, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, συνέγραψε τον «Παναθηναϊκό», ενώ γιά τον «Πανηγυρικό» λένε ότι χρειάστηκε δέκα ή δεκαπέντε έτη συγγραφής και ότι τον άντλησε από λόγους τού Λεοντίνου Γοργία και τού Λυσία. Τον λόγο «Περί τής αντιδόσεως» τον έγραψε όταν έγινε ογδονταδύο ετών, ενώ τον λόγο «Προς τον Φίλιππο» λίγο πριν από τον θάνατό του.

……….Όταν ήδη ήταν πρεσβύτης, υιοθέτησε τον Αφαρέα, τον γιό τής Πλαθάνης, τής κόρης τού ρήτορα Ιππία, τον νεώτερο των τριών γιών αυτής τής γυναίκας. Κατέστη επαρκώς εύπορος, εισπράττοντας χρήματα όχι μόνον από τους μαθητές του, αλλά και από τον βασιλιά Νικοκλή των Κυπρίων, που ήταν γιός τού Ευαγόρα και τού έδωσε είκοσι τάλαντα γιά τον λόγο που του έγραψε. Γι’ αυτό φθονήθηκε και τρεις φορές τον πρότειναν γιά τριήραρχο. Τις δύο επικαλέστηκε ασθένεια και παραιτήθηκε μέσω τού γιού του, ενώ την τρίτη ανέλαβε τα έξοδα και δαπάνησε πολλά χρήματα.

………Προς εκείνον τον πατέρα, που του είπε ότι δεν ζητά τίποτε άλλο, παρά έναν δούλο ως σύντροφο τού παιδιού του, είπε: «Φύγε, λοιπόν, γιατί αντί γιά έναν θα έχεις δύο δούλους». Συμμετείχε και στον προς τιμή τού Μαυσώλου διαγωνισμό τής Αρτεμισίας, αλλά δεν σώζεται το εγκώμιό του. Επίσης έγραψε «Εγκώμιο» γιά την Ελένη και «Αρεοπαγιτικό» λόγο.

……….Εγκατέλειψε τον βίο κατά την ένατη ή, όπως λένε άλλοι, κατά την τέταρτη μέρα τής αποχής του από την σίτιση, όταν έγιναν οι ταφές όσων έπεσαν στην μάχη τής Χαιρώνειας. Λόγους συνέγραψε και ο γιός του, ο Αφαρεύς. Τάφηκε δίπλα στους συγγενείς του, κοντά στο Κυνόσαργες, στ’ αριστερά τού λόφου: αυτός, ο πατέρας του Θεόδωρος, η μητέρα του και η αδελφή της Ανακώ – θεία τού ρήτορα – ο θετός γιός του Αφαρεύς, ο εξάδελφός του Σωκράτης, που ήταν γιός τής αδελφής τής μητέρας τού Ισοκράτη, τής Ανακούς, ο ομώνυμος προς τον πατέρα τους αδελφός του Θεόδωρος, οι εγγονοί του, που ήταν παιδιά τού θετού γιού του, τού Αφαρέα [ο Αφαρεύς και ο πατέρας του Θεόδωρος], και η γυναίκα του Πλαθάνη, που ήταν μητέρα τού υιοθετημένου Αφαρέα.

……….Επάνω απ’ αυτούς βρίσκονταν έξι πινακίδες, οι οποίες σήμερα δεν σώζονται. Επάνω στο μνήμα τού ίδιου τού Ισοκράτη βρισκόταν ένας κίονας ύψους τριάντα πήχεων, στον οποίον υπήρχε ως σύμβολο μία σειρήνα ύψους επτά πήχεων και ο οποίος σήμερα δεν σώζεται. Επίσης υπήρχε κοντά του μία πινακίδα, που περιείχε ονόματα ποιητών και διδασκάλων του, μεταξύ των οποίων και τον Γοργία να βλέπει προς μία αστρολογική σφαίρα, και τον ίδιο τον Ισοκράτη να παρίσταται.

……….Στην Ελευσίνα ανάκειται χάλκινη εικόνα του, εμπρός από το πρόστωο, αφιερωμένη από τον Τιμόθεο τού Κόνωνα, η οποία φέρει την ακόλουθη επιγραφή: «Ο Τιμόθεος, τιμώντας την χάρη και την σύνεση τής φιλίας, αυτήν την εικόνα τού Ισοκράτη αφιέρωσε στις Θεές. Είναι έργο τού Λεωχάρη».

……….Τ’ όνομά του φέρουν εξήντα λόγοι, από τους οποίους κατά τον Διονύσιο είναι γνήσιοι οι εικοσιπέντε, κατά τον Καικίλιο οι εικοσιοχτώ, ενώ οι άλλοι είναι ψευδεπίγραφοι. Αποστρεφόταν τις δημόσιες επιδείξεις ώστε, όταν κάποτε ήρθαν γιά να τον ακούσουν τρεις άνδρες, κράτησε τους δύο κ’ έδιωξε τον τρίτο, λέγοντάς του να έρθει την επόμενη μέρα, επειδή η αίθουσα διαλέξεων ήταν πλήρης ακροατών. Επίσης συνήθιζε να λέει στους μαθητές του ότι, ενώ αυτός δίδασκε έναντι δέκα μνων, θα έδινε δέκα χιλιάδες μνες σε όποιον τού δίδασκε τόλμη και ευφωνία. Προς εκείνον που τον ρώτησε πώς κάνει τους άλλους ικανούς, χωρίς να είναι ο ίδιος, είπε ότι και τ’ ακονιστήρια δεν δύνανται από μόνα τους να κόψουν, αλλά κάνουν κοφτερό το σίδερο.

……….Υπάρχουν κ’ εκείνοι που λένε ότι συνέγραψε και πραγματείες γιά την ρητορική τέχνη, ενώ άλλοι λένε ότι χρησιμοποιούσε την εξάσκηση και όχι την μεθοδική διδασκαλία. Ποτέ δεν εισέπραξε μισθό από συμπολίτη του. Πρόσταζε τους μαθητές του να του αναφέρουν τα λεγόμενα, όταν πήγαιναν στις εκκλησίες τού δήμου. Επίσης, λυπήθηκε πολύ γιά τον θάνατο τού Σωκράτη και την επόμενη μέρα εμφανίστηκε μελανοφορεμένος. Όταν, πάλι, κάποιος τον ρώτησε τι είναι η ρητορική, εκείνος είπε: «το να κάνεις μεγάλα τα μικρά και μικρά τα μεγάλα». Όταν, κάποτε, εστιαζόταν με τον τύραννο τής Κύπρου, Νικοκρέοντα, και οι παρόντες τον προέτρεπαν ν’ ανοίξει διάλογο, τους είπε: «γιά όσα θέματα εγώ είμαι ικανός, η περίσταση δεν είναι κατάλληλη, ενώ γιά όσα είναι κατάλληλη η περίσταση, εγώ δεν είμαι ικανός». Όταν είδε τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή ν’ ακολουθεί μ’ ερωτική διάθεση έναν νεαρό, τού είπε: «όχι μόνον τα χέρια μας πρέπει να κρατούμε μαζεμένα, Σοφοκλή, αλλά και τους οφθαλμούς μας». Όταν ο Έφορος ο Κυμαίος έφυγε άπρακτος από την σχολή τού Ισοκράτη και ο πατέρας του, ο Δημόφιλος, τον έστειλε εκ νέου, πληρώνοντας γιά δεύτερη φορά, περιπαικτικά ο Ισοκράτης τον αποκαλούσε Δίφορο. Ωστόσο, τον φρόντισε επαρκώς και τού υπέδειξε τις βάσεις τού έργου του.

……….Ο Ισοκράτης ήταν επιρρεπής στα ερωτικά, χρησιμοποιούσε πρόσθετο στρώμα στην κλίνη του και με κρόκο κρατούσε υγρό το προσκεφάλι του. Ως νέος δεν νυμφεύτηκε, ενώ στα γηρατειά του είχε μία εταίρα που ονομαζόταν Λαγίσκη, από την οποία απέκτησε μία θυγατέρα που πέθανε όντας δώδεκα ετών, πριν από τους γάμους. Έπειτα έλαβε ως γυναίκα του την κόρη τού ρήτορα Ιππία, την Πλαθάνη, που ήδη είχε τρία αγόρια, από τα οποία – όπως είπα πριν – υιοθέτησε τον Αφαρέα, που αφιέρωσε στο Ολυμπίειο χάλκινη εικόνα τού Ισοκράτη, επάνω σε κίονα, με την επιγραφή: «Ο Αφαρεύς αυτή την εικόνα τού πατέρα του, Ισοκράτη, αφιέρωσε στον Δία, τιμώντας τους Θεούς και την αρετή των γονέων του».

……….Γιά τον Ισοκράτη λέγεται ότι όντας ακόμη παιδί συμμετείχε σε ιππικούς αγώνες. Στην Ακρόπολη, στην σφαιρίστρα των Αρρηφόρων, ανάκειται χάλκινη απεικόνισή του που τον παρουσιάζει να ιππεύει όντας ακόμη παιδί, όπως ανέφεραν κάποιοι. Σε ολόκληρο τον βίο του έγιναν δύο δίκες εναντίον του. Στην πρώτη ο Μεγακλείδης τον προκάλεσε σε αντίδοση, αλλά ο Ισοκράτης δεν παρέστη λόγω νόσου. Έστειλε, όμως, τον γιό του, Αφαρέα, ο οποίος κέρδισε την δίκη. Στην δεύτερη, με αφορμή μία τριηραρχία, ο Λυσίμαχος τον προκάλεσε σε αντίδοση. Τότε ηττήθηκε και ανέλαβε την τριηραρχία. Ζωγραφική εικόνα του υπήρχε και στο Πομπείο.

……….Λόγους συνέγραψε και ο Αφαρεύς – όχι πολλούς – δικανικούς και συμβουλευτικούς, ενώ συνέθεσε περίπου τριανταεπτά τραγωδίες, από τις οποίες ως νόθες αμφισβητούνται δύο. Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα του κατά το έτος τού επώνυμου άρχοντα Λυσίμαχου και μέχρι το έτος τού επώνυμου άρχοντα Σωσιγένη, σε σύνολο εικοσιοχτώ ετών, παρουσίασε έξι θεατρικά έργα στα εν άστει Διονύσια και δύο φορές νίκησε με χορηγό τον Διονύσιο, ενώ παρουσίασε στα Λήναια ακόμη δύο έργα με άλλους χορηγούς. Εικόνες τής μητέρας τού Ισοκράτη και τού Θεοδώρου, καθώς και τής αδελφής της, Νακούς, υπήρχαν στην Ακρόπολη. Από αυτές τις εικόνες, εκείνη τής μητέρας του κείται σήμερα κοντά στην εικόνα τής Υγείας, με άλλη επιγραφή, ενώ τής Νακούς δεν σώζεται. Η τελευταία είχε δύο γιούς: τον Αλέξανδρο από τον Κόννο, και τον Σοφοκλή από τον Λυσία».

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Έκτο]

.

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς

 .

……….Ο Λουκιανός έζησε μεταξύ τού 120 και τού 180 μ.Χ., σε μία εποχή έντονων αμφισβητήσεων και μεγάλων αντιπαραθέσεων και αναθεωρήσεων σε κάθε τομέα τής ανθρώπινης ζωής. Καταγόταν από τα Σαμόσατα τού Άνω Ευφράτη. Πρωτοδιδάχτηκε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο και την βελτίωσε ταξιδεύοντας μέχρι την Ιταλία και την Γαλατία, κάνοντας πολλές περιηγήσεις, μελετώντας τα ήθη και τα έθιμα διαφόρων περιοχών, διερευνώντας τις δοξασίες των απλών ανθρώπων, εξετάζοντας τις διδασκαλίες των φιλοσόφων και των ιερέων, παρατηρώντας τά κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά γεγονότα και φαινόμενα.

……….Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως ελεύθερος συγγραφέας. Σε μεγάλη ηλικία βρέθηκε στην Αίγυπτο, διορισμένος σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Από το σύνολο τού συγγραφικού έργου του, σήμερα σώζονται γύρω στα ογδόντα συγγράμματα (αν και αμφισβητείται η γνησιότητα ορισμένων απ’ αυτά), τα οποία έχουν συνήθως μορφή επιστολής ή διαλόγου. Σκοπός τού συγγραφέα είναι να χλευάσει την φιλοσοφική υπερβολή και την θρησκευτική αφέλεια, να θίξει τα «κακώς κείμενα» τής κοινωνικής πραγματικότητας, να περιγελάσει την ανθρώπινη ανοησία και την δεισιδαιμονία, την ματαιοδοξία και την μισαλλοξία. Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί ευτράπελες ιστορίες και φανταστικές διηγήσεις επιθυμώντας να διεγείρει την κοινή λογική και να την θέσει αντιμέτωπη στην απολιθωμένη λαϊκή λατρευτική παράδοση και στον άκαμπτο δογματισμό των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών.

……….Την μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του φαίνεται να έχει ασκήσει η Νέα Κωμωδία και ο Μένιππος ο Γαδαρηνός, ένας από τους κυριότερους εκφραστές της. Το θεματολόγιο τού Λουκιανού παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες μ’ εκείνο τού Μένιππου. Το ύφος του τείνει προς το αττικό, αλλά αρνείται – ή δεν καταφέρνει – να συμμορφωθεί με τις αυστηρές απαιτήσεις τής Δεύτερης Σοφιστικής. Τα κείμενά του είναι αφορμή ευχάριστου στοχασμού και ευτράπελου αυτοελέγχου. Η φλύαρη διάθεσή του υποκρύπτει την ανάγκη τού Λουκιανού να «μιλήσει χύμα» και να τα πει όλα «έξω απ’ τα δόντια». Το συνολικό έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών σχετικά με τις καθημερινές συνήθειες και το ιδεολογικό περιβάλλον τής εποχής του.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Έβδομο]

.

Πλάτων ο Αθηναίος

.

……….Γιός τού Αρίστωνα και τής Περικτιόνης, γόνος μίας από τις λαμπρότερες και επιφανέστερες αθηναϊκές οικογένειες, τής οποίας μακρινοί πρόγονοι υπήρξαν ο βασιλιάς Κόδρος και ο νομοθέτης Σόλων. Γεννήθηκε κατά το τέταρτο έτος τής 87ης ή το πρώτο έτος τής 88ης Ολυμπιάδας και έλαβε αξιοζήλευτη και λίαν φροντισμένη παιδεία.

……….Το αρχικό όνομά του ήταν Αριστοκλής, αλλά μετονομάστηκε από τον Αρίστωνα τον Αργείο – διδάσκαλό του στην γυμναστική – «Πλάτων» λόγω τού μεγάλου πλάτους τού μετώπου του.  Αρχικά ασχολήθηκε με την μουσική και την ποίηση, αλλά η γοητεία τής σωκρατικής διδασκαλίας τον οδήγησε αμετάκλητα στις ατραπούς τής ηθικής και θεωρητικής φιλοσοφίας.

……….Ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου συναναστράφηκε τους πυθαγορείους φιλοσόφους, καθώς και τον Δίωνα, συγγενή τού Διονυσίου, τυράννου των Συρακουσών. Επισκέφτηκε την Αίγυπτο, όπου γνώρισε από κοντά την θρησκεία και την φιλοσοφία των Αιγυπτίων ιερέων. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, αφοσιώθηκε εξολοκλήρου στην φιλοσοφική συγγραφή και διδασκαλία, ιδρύοντας έξω από το άστυ την περίφημη «Ακαδημεία» (πιθανόν στα 387 π.Χ.), ένα από τα διαχρονικώς φωτεινότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα τής οικουμένης. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονταν επιφανείς γυναίκες και άνδρες από ολόκληρη την Ελλάδα.

……….Ο Πλάτων υπήρξε ο πρώτος που εξέδωσε εγγράφως την διδασκαλία τού Σωκράτη. Χάρη στην έξοχη μεγαλοφυΐα του χαρακτηρίστηκε «θεϊκός» ήδη από την αρχαία εποχή. Απεβίωσε στην Αθήνα, την ημέρα των γενεθλίων του, σε ηλικία 82 ετών (348 ή 347 π.Χ.). Ο τάφος του βρισκόταν στον Κεραμεικό, κοντά στην Ακαδημεία, όπου οι Αθηναίοι ύψωσαν προς τιμήν του πολυτελές μνημείο.

……….Ακολουθεί ο κατάλογος των σωζόμενων συγγραμμάτων του, χωρισμένων σε τρεις ομάδες και ταξινομημένων με αλφαβητική σειρά. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει εκείνα από τα γνήσια έργα τού φιλοσόφου, που ονομάστηκαν «μείζονες σωκρατικοί διάλογοι»: Απολογία Σωκράτους, Γοργίας ή Περί ρητορικής, Επινομίς ή Νυκτερινός Σύλλογος, Ευθύφρων ή Περί οσίου, Θεαίτητος ή Περί επιστήμης, Κριτίας ή Ατλαντικός, Κρίτων ή Περί πρακτέου, Μένων ή Περί αρετής, Νόμοι ή Περί νομοθεσίας, Παρμενίδης ή Περί ιδεών, Πολιτεία ή Περί δικαίου, Πολιτικός ή Περί βασιλείας, Πρωταγόρας ή Σοφισταί, Σοφιστής ή Περί τού όντος, Συμπόσιον ή Περί αγαθού, Τίμαιος ή Περί φύσεως, Φαίδρος ή Περί έρωτος, Φαίδων ή Περί ψυχής, Φίληβος ή Περί ηδονής. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα γνήσια έργα που ονομάστηκαν «ελάσσονες σωκρατικοί διάλογοι»: Ευθύδημος ή Εριστικός, Ιππίας Ελάσσων ή Περί τού ψεύδους, Ιππίας Μείζων ή Περί τού καλού, Ίων ή Περί Ιλιάδος, Κρατύλος ή Περί ορθότητος ονομάτων, Λάχης ή Περί ανδρείας, Λύσις ή Περί φιλίας, Μενέξενος ή Επιτάφιος, Χαρμίδης ή Περί σωφροσύνης. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τα λεγόμενα «αμφισβητούμενα» έργα: Αλκιβιάδης Α΄ ή Περί ανθρώπου φύσεως, Αλκιβιάδης Β΄ ή Περί ευχής, Αξίοχος, Δημόδοκος, Επιστολές, Ερασταί ή Αντερασταί, Ερυξίας ή Ερασίστρατος, Θεάγης ή Περί φιλοσοφίας, Ίππαρχος ή Φιλοκερδής, Κλειτοφών ή Προτρεπτικός, Μίνως ή Περί νόμου, Όροι, Περί αρετής, Περί δικαίου, Σίσυφος.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Όγδοο]

.

Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς

.

……….Ο «θείος» και «ιερός» Πλούταρχος υπήρξε διακεκριμένος θεολόγος, καταξιωμένος βιογράφος και σημαντικός ακαδημαϊκός φιλόσοφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Γεννήθηκε στην Χαιρώνεια τής Βοιωτίας, γύρω στο 46 μ.Χ., μέσα σε αριστοκρατική και καλλιεργημένη οικογένεια. Σπούδασε στην Αθήνα, κοντά στον φιλόσοφο Αμμώνιο, που ήταν αιγυπτιακής καταγωγής κ’ εκείνη την εποχή διηύθυνε την πλατωνική Ακαδημία.

……….Μετά το πέρας των σπουδών του ταξίδεψε στην Ασία, στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, μελετώντας τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό και την θρησκεία διαφόρων λαών. Κατά την διαμονή του στην Ρώμη ήρθε σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες εκείνης τής εποχής – πιθανόν και με τους ίδιους τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό – δημιούργησε αξιόλογες φιλίες και απέκτησε το αξίωμα τού Ρωμαίου Πολίτη.

……….Παρά τον έντονο κοσμοπολιτισμό τής εποχής του, ο οποίος επηρέαζε γρήγορα, εύκολα και βαθύτατα τους ανθρώπους τής κοινωνικής τάξης του, ο Πλούταρχος προτιμούσε πάντοτε την διαμονή στην πατρική γη, στην οποία επέστρεφε με ιδιαίτερη χαρά και παρέμενε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα, μέχρι τον θάνατό του, ο οποίος συνέβη γύρω στο 120 μ.Χ. Στην αγαπημένη του Χαιρώνεια νυμφεύτηκε και την Τιμοξένα, η οποία τού χάρισε πέντε παιδιά.

……….Πέρα από την συγγραφική ενασχόλησή του, σπουδαία ήταν η ενεργός συμμετοχή του στα κοινά τής πόλης του, όπου κατά καιρούς αναλάμβανε διάφορα δημόσια αξιώματα (Πρεσβευτής, Επώνυμος Άρχοντας), καθώς επίσης και υψηλά ιερατικά καθήκοντα πανελληνίου χαρακτήρα (Ιερέας τού Πυθίου Απόλλωνα).

……….Τα μέχρι σήμερα σωζόμενα έργα του υπολογίζεται ότι αποτελούν περίπου το ένα τρίτο τής συνολικής πνευματικής παραγωγής του, γεγονός που τον κατατάσσει μεταξύ των πολυγραφότερων Ελλήνων. Η γλώσσα του διακρίνεται γιά τις ίσες αποστάσεις που κρατά ανάμεσα στον αττικισμό και στην ελληνιστική κοινή, ενώ το συγγραφικό ύφος του είναι ήπιο και ευχάριστο, αν και ο γραπτός λόγος του ενίοτε γίνεται ιδιαίτερα αναλυτικός και υπέρ το δέον κοσμημένος.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Ένατο]

.

Σαλούστιος ο Φιλόσοφος

.

……….Τα σωζόμενα βιογραφικά στοιχεία τού Σαλούστιου – ή Σαλλούστιου – είναι ελάχιστα. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε στην Γαλατία, από ρωμαϊκή οικογένεια, στις αρχές τού 4ου αιώνα μ.Χ. Ήταν πολιτικός και φιλόσοφος, οπαδός τού νεοπλατωνισμού. Υπήρξε έπαρχος τής Γαλατίας, κατά την εποχή τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, έπαρχος τής Ανατολής, κατά την εποχή τού αυτοκράτορα Ιουλιανού, και αργότερα ύπατος. Πέθανε γύρω στα 370 μ.Χ.

……….Το μόνο έργο του που έφτασε μέχρι τις μέρες μας είναι το «Περί Θεών και Κόσμου» φιλοσοφικό, θεολογικό και πολιτικό σύγγραμμα, το οποίο γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα και ίσως γιά να υποστηρίξει την προσπάθεια τού αυτοκράτορα Ιουλιανού γιά αναβίωση τής αρχαίας ελληνο-ρωμαϊκής θρησκείας.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Δέκατο]

.

Σόλων ο Νομοθέτης

.

……….Γιός τού εύπορου Αθηναίου άρχοντα Εξηκεστίδη, μακρινός απόγονος του φημισμένου βασιλιά Κόδρου, διαπρεπής νομοθέτης, ποιητής, φιλόσοφος και ένας από τους Επτά Σοφούς τής Ελλάδας. Γεννήθηκε στα 639 π.Χ. και έλαβε εξαιρετικά επιμελημένη μόρφωση. Διακρίθηκε στον χώρο τής πνευματικής δημιουργίας, αλλά υπήρξε και ιδιαίτερα επιτυχημένος πλοιοκτήτης και έμπορος.

……….Αρκετά χρόνια τής ζωής του αφιέρωσε σε πολύμηνα ταξίδια, επισκεπτόμενος ξένα έθνη, μελετώντας την πολιτική και κοινωνική δομή τους, αποκτώντας πολύτιμες εμπειρίες σε νομικά θέματα και εξετάζοντας προσεκτικά τα χαρακτηριστικά των διαφόρων πολιτευμάτων. Οι συμπολίτες του – αναγνωρίζοντας την μεγάλη του φρόνηση, το ήθος, την δικαιοσύνη και την αρετή του – τον εξέλεξαν στο αξίωμα τού Άρχοντα και του ανέθεσαν τον νομικό εκσυγχρονισμό των Αθηνών.

……….Η κατάργηση των αυστηρών νόμων τού Δράκοντα και η διαγραφή των χρεών («σεισάχθεια») ήταν δύο από τις σπουδαιότερες νομικές καινοτομίες του. Ωστόσο, η σύγκρουσή του με τον τύραννο Πεισίστρατο, αν και δεν έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ζωή του, τον ανάγκασε να αυτοεξοριστεί. Τελικά, ο θάνατος τον βρήκε σε ηλικία 80 ετών, μακριά από την πατρίδα του και από πολλά αγαπημένα του πρόσωπα.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Όγδοο, Ο μύθος τής Ατλαντίδος]

.

Σωκράτης ο Αθηναίος

.

……….Ένας από τους μεγαλύτερους σοφούς τής οικουμένης, διδάσκαλος τής πρακτικής φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως τής ηθικής, γιός τού Σωφρονίσκου και τής Φαιναρέτης, από τον Δήμο Αλωπεκών. Γεννήθηκε στην Αττική κατά το τέταρτο έτος τής 77ης Ολυμπιάδας. Από τον πατέρα του διδάχτηκε την αγαλματοποιία και διακρίθηκε σ’ αυτήν κατασκευάζοντας αληθινά αριστουργήματα.

……….Νωρίς εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον γιά την φιλοσοφία, στην οποία αφοσιώθηκε, υπηρετώντας την καθ’ όλη την διάρκεια τής υπόλοιπης ζωής του. Από τον Αναξαγόρα διδάχτηκε την φυσική επιστήμη και από τον Πρόδικο την τέχνη τής ρητορικής. Ο ίδιος υπήρξε αγαπητός και σεβαστός διδάσκαλος τής αρετής και τής δικαιοσύνης γιά μιά πληθώρα επιφανών Αθηναίων, καθώς και άξιος συνομιλητής των διασημότερων σοφιστών και φιλοσόφων τής εποχής του, ενώ το Μαντείο των Δελφών τον ονόμασε ως τον «σοφότερο μεταξύ όλων των ανθρώπων».

……….Σε ηλικία εβδομήντα ετών δυσφημίστηκε με αναξιοπρεπή και άθλιο τρόπο και κατηγορήθηκε άδικα από δύο μισαλλόδοξους δημαγωγούς – τον υστερόβουλο άρχοντα Άνυτο και τον ψευδο-ποιητή Μέλιτο – ως «διαφθορέας των νέων». Μετά από μία παρωδία δίκης στην περίφημη Βουλή των Πεντακοσίων, ο αγνώμονας αθηναϊκός όχλος τον καταδίκασε να πιεί το κώνειο. Η μελετημένη προσπάθεια των πλουσίων μαθητών του – να δωροδοκήσουν τους δεσμοφύλακες και να τον φυγαδεύσουν από την Αθήνα – δεν καρποφόρησε, γιατί ο μεγάλος φιλόσοφος αρνήθηκε με θάρρος να παραβεί τους νόμους τής πατρίδας του.

……….Οι Αθηναίοι σύντομα μεταμελήθηκαν για το ανοσιούργημά τους και διέταξαν κοινό πένθος σε ολόκληρη την πόλη, τιμώντας τον Σωκράτη με χάλκινο ανδριάντα. Ο ίδιος δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο. Η διδασκαλία του διασώθηκε κυρίως μέσα από το λαμπρό συγγραφικό έργο τού Πλάτωνα, αλλά και τού Ξενοφώντα, που υπήρξαν μαθητές του.

[Βλέπε στο Ανθολόγιο, Τμήμα Όγδοο]

..

Μέρος  Β΄

. .

Α ν θ ο λ ό γ ι ο

.

..........«Κατ’ αρχήν υποδεικνύεται – και δικαιολογημένα – ότι ολόκληρος ο πολιτισμικός βίος μας, η δραστηριότητά μας, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και συναισθανόμαστε, έχει τις ρίζες του στην πνευματική υπόσταση τής ευρωπαϊκής Δύσης, δηλαδή στην υπόσταση που εντοπίζουμε στην Αρχαιότητα, στης οποίας την αρχή υπάρχει η ελληνική τέχνη, η ελληνική ποίηση και η ελληνική Φιλοσοφία…».   W. K. HEISENBERG

 

ΤΜΗΜΑ  ΠΡΩΤΟ

 .

……….Αλκίφρων,

……….Οι επιστολές των Παρασίτων,

……….«Ο Αυτοκαλεσμένος στον Ετοιμόφαγο»:

 

……….Λίγο διαφέρουν – ή, μάλλον, καθόλου – από τον απλό κοσμάκη εκείνοι οι μουράτοι, που μάς κάνουν κήρυγμα γιά την ηθική και τα παρόμοια. Κατάλαβες ποιούς λέω, τους δασκάλους των παιδιών μας.

……….Α, ναι! Τι τσιμπούσι, ρε συ, ήταν εκείνο που σού ’τυχε στου Σκαμωνίδη, στα γενέθλια τής κόρης του! Δεν φτάνει που κάλεσε τους περισσότερους μεγαλοκαρχαρίες τής Αθήνας, εκείνους που πιάσαν την καλή ή παριστάνουν τους ευγενείς, αλλά γέμισε την τραπεζαρία του και με φιλοσόφους.

……….Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ετεοκλής, ο στωικός φιλόσοφος, ο γεροξούρας, ο παλιοβρομιάρης, με το σιχαμερό κεφάλι, που η μάπα του είναι πιό ζαρωμένη κι από το πουγγί του. Ήταν και ο Θεμισταγόρας, ο περιπατητικός φιλόσοφος, που δεν είναι και τελείως χάλια, κ’ έχει και πολύ γαμάτο μούσι. Ήταν κι ο Ζηνοκράτης, ο επικούρειος φιλόσοφος, ντυμένος τζιτζιλόνι, και καμάρωνε γιά την κόκκινη γενειάδα του. Ήταν και ο Αρχίβιος, ο πυθαγόρειος – πρώτη μούρη, όλοι το λένε – με την σοβαντισμένη μάπα του και τα μπουκλάκια στο μαλλί του, μακριά ως το στήθος, με το μυτερό και μακρύ του μούσι, με μύτη μπουγατσομάχαιρο, γνωστός παρλαπίπας, που συνεχώς έσφιγγε το στόμα του γιά να το βουλώσει κ’ έτσι να μείνει πιστός στην διδασκαλία τού Πυθαγόρα γιά την σιωπή. Ξάφνου νά σου και ο Παγκράτης, ο κυνικός φιλόσοφος, που σκουντούσε δυνατά όλους τους καλεσμένους, μέχρι που χύμηξε μέσα – ακουμπώντας σ’ ένα πουρναρόξυλο, που αντί γιά ρόζους είχε χάλκινα καρφιά – και κρατούσε έναν άδειο τουρβά, μισάνοιχτο, έτοιμος να τον γεμίσει μεζεδάκια απ’ το τραπέζι.

……….Οι άλλοι καλεσμένοι, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο, ακολουθούσαν κατά γράμμα το τυπικό τής γιορτής, αλλά – ενώ το τσιμπούσι τράβαγε σε μάκρος και το κοινό γιορτινό ποτήρι περιφερόταν γιά να πιούν όλοι στην υγειά των φίλων τους – άρχισε ο κάθε φιλόσοφος να κάνει την μαλακία του. Ο στωικός γερο-Ετεοκλής, έχοντας σκάσει απ’ το φαΐ, έπεσε τ’ ανάσκελα και ροχάλιζε. Ο πυθαγόρειος ξέχασε την μουγγαμάρα του κι άρχισε να ψέλνει μερικά από τα Χρυσά Έπη των πυθαγορείων. Ο Θεμισταγόρας – καλό παλικάρι – γούσταρε περισσότερο πιοτό και μεγαλύτερη ποικιλία στους μεζέδες γιατί, βλέπεις, στην σχολή του διδάσκει την ρημάδα την ευδαιμονία, όχι μόνον την σωματική και την ψυχική, αλλά και τις υπόλοιπες. Ο επικούρειος Ζηνοκράτης χαλβάδιαζε την τραγουδιάρα, κ’ εκείνη του την έπεφτε κανονικά – παθιάρα και καμωματού – ενώ ο ίδιος επέμενε ότι αυτή είναι όλη η γλύκα, δηλαδή να μην ανάβει το κορμί σου από τον έρωτα. Ο κυνικός, πάλι, αφού πρώτα μάς τράβηξε ένα γερό κατούρημα, δείχνοντάς μας την περίφημη «κυνική αδιαφορία», κρέμασε το πανωφόρι του σ’ ένα καρφί και – μπροστά στα μάτια μας! – άρχισε να πηδάει την Δωρίδα, την μουσικό, φωνάζοντας ότι η φύση είναι αρχή κάθε γένεσης.

……….Ποιός να δώσει, μετά, σημασία σ’ εμάς, τους παράσιτους; Όλο το καραγκιοζιλίκι το έκαναν οι άλλοι, όχι οι «ειδικοί», που η δουλειά τους είναι να βγάζουν γέλιο. Και να σκεφτείς ότι εκεί βρισκόταν ο Φοιβάδης ο κιθαρίστας, καθώς και οι κωμικοί τού θιάσου «Σαννυρίων και Φιλιστιάδης Κόμπανυ». Έτσι, λοιπόν, γιά την δική μας την παράσταση κανείς δεν έδωσε δεκάρα, αλλά μεγάλη πέραση είχαν οι σαχλαμάρες των φιλοσόφων!

.

……….Αλκίφρων,

……….Οι επιστολές των Παρασίτων,

……….«Ο Εντεροπεινάλας στον Αμάσητο»:

 .

……….Μού μπήκε, τώρα, να πάω σε μιά χαρτορρίχτρα, απ’ αυτές που συχνάζουν στο Ιακχείο, ή σε καμμιά που εξηγεί τα όνειρα, και να της σκάσω δυό δραχμές – στο χέρι μου το έχω το παραδάκι – γιά να κάτσω να της πω το όνειρο που είδα. Καλό είναι, μάλιστα, να το πω και σ’ εσένα, που είσαι φιλαράκι μου. Ήταν ένα πολύ φευγάτο και πολύ κάτσε καλά όραμα. Άκου το:

……….Μέσα στον ύπνο μου, λοιπόν, νόμισα ότι ήμουν ένας νεαρός – πολύ γαμάτος, όχι κανένας τυχαίος – ο ίδιος ο Γανυμήδης, ο γιός τού Τρώα, από το Ίλιο, ο διάσημος, ντε, ο παιδαράς. Κράταγα στο χέρι μου μιά τσομπάνικη μαγκούρα και μιά φλογέρα, φορούσα στο κεφάλι μου έναν σκούφο φρυγικό και βόσκαγα τα πρόβατα κάπου κατά την Ίδη. Ξάφνου, πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι μου ένας γαμψωνύχης και μεγάλος αετός, με βλέμμα κοφτερό και ράμφος αγκυλωτό, με άρπαξε με τις νυχάρες του πάνω από τον βράχο όπου καθόμουν, και βιάστηκε να με σηκώσει στον αέρα και να με πάει στα ουράνια. Μετά, λίγο πριν φτάσουμε στις πόρτες απ’ όπου βγαίνουν οι εποχές τού χρόνου, έπεσε πάνω μας ένα κεραυνός και μας γκρεμοτσάκισε. Έπειτα, το πουλί δεν ήταν πιά αετός, μεγάλος και τρανός, αλλά ένα όρνιο βρομερό και σιχαμένο, κ’ εγώ ήμουν ο Εντεροπεινάλας, έτσι όπως με ξέρεις, κ’ ήμουν και ξεβράκωτος, λες και θα πήγαινα στα λουτρά ή στην παλαίστρα.

……….Έτσι, λοιπόν, όπως σαβουρντήχτηκα μαζί με τον αετό, ταράχτηκα και ξύπνησα. Τώρα, όμως, μού καρφώθηκε να μάθω τι σημαίνει το παράξενο όνειρο που είδα. Θέλω να δω τι θα μου πουν οι «ειδικοί», αν – βέβαια – μπορεί κάποιος να λύσει το μυστήριο χωρίς να πέσει έξω και χωρίς να μου πει κοτσάνες.

.

……….Αλκίφρων,

……….Οι επιστολές των Εταιρών,

……….Ανώνυμο απόσπασμα:

 .

……….[…] στο εξοχικό τού γκόμενού της, λέγοντας ότι οφείλει μιά θυσία προς τις Νύμφες. Αυτό, λοιπόν, βρίσκεται γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα από την πόλη. Είναι κανονικό λιβάδι, σκέτος κήπος. Γύρω απ’ το σπίτι υπάρχει γη καλλιεργήσιμη, κυπαρίσσια και μυρτιές. Τι να σου πω; Αυτό είναι κτηματάκι γιά γκομενοδουλειές κι όχι γιά γεωργικές εργασίες!

…………Ωραία περάσαμε πηγαίνοντας εκεί! Κοροϊδεύαμε η μιά την άλλη, σπάγαμε πλάκα με τους γκόμενούς μας και πειράζαμε όσους συναντούσαμε στον δρόμο. Σε κάποια φάση πέσαμε πάνω σ’ εκείνη την παλιαδελφή, τον Νικία. Ποιός ξέρει από πού ξεφύτρωσε η παλιολούγκρα! «Γιά πού το βάλατε;», μάς ρώτησε. «Ποιανού χωράφι βάλατε στο μάτι; Αχ, τι χαρούμενο που θά ’ναι το αγροτόσπιτο με τόσες συκιές!». Ε, τότε ήταν που η Πετάλη δεν κρατήθηκε και τον άρχισε στα μπινελίκια. Αυτός τα πήρε, μάς έφτυσε, μάς είπε «τσουλάρες» κι άρχισε να τρέχει σαν τρελή, σαν τρελός δηλαδή.

…………Εμείς συνεχίσαμε τον δρόμο μας, μαζεύαμε πυράκανθους, κόβαμε κλωνάρια κι ανεμώνες, και κάποια στιγμή – χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι – φτάσαμε στο αγροτόσπιτο. Άμα έχεις καλή παρέα και το ρίχνεις στην τρελή, δεν σού φαίνεται η διαδρομή.

…………Μόλις φτάσαμε, τραβήξαμε κατά τον βωμό γιά να θυσιάσουμε. Λίγο πιό πέρα από το σπίτι υπήρχε ένας τεράστιος βράχος, που η κορφή του ήταν κατάφυτη από δάφνες και πλατάνους. Γύρω-γύρω υπήρχαν θάμνοι μυρσίνης και ανάμεσα στους θάμνους μπλεκόταν καταπράσινος κισσός, που είχε φυτρώσει επάνω στον βράχο επειδή εκεί υπήρχε δροσερό, κρυστάλλινο νερό. Στην σκιά τού βράχου, πάλι, υπήρχαν όμορφα αγάλματα των Νυμφών και τού Πάνα, ο οποίος μάς κοιτούσε από ψηλά, σαν να παρατηρούσε τις Ναϊάδες. Εκεί απέναντι στήσαμε έναν πρόχειρο βωμό. Επάνω του βάλαμε μικρά ψωμιά και πίττες. Έπειτα θυσιάσαμε μιά κοτούλα, ρίξαμε μέλι και κρασί, θυμιατίσαμε με ωραίο λιβάνι, κάναμε την προσευχή μας στις Νύμφες, αλλά προσευχηθήκαμε και στην Αφροδίτη – αλίμονο! – την οποία παρακαλέσαμε να μάς χαρίζει πάντοτε άφθονη πελατεία.

…………Μετά, ωραία και καλά στρωθήκαμε στο φαγοπότι. Αφού φάγαμε, η Μέλισσα μάς πρότεινε να πάμε γιά νάνι στο σπίτι τού δικού της, αλλά εγώ αρνήθηκα: «Αδύνατον! Γιά τ’ όνομα των Νυμφών και τού Πάνα! Αυτός ο τύπος – έτσι γκαβλιάρης όπως είναι – θα μάς δει και θα ορμήξει σαν τρελός καταπάνω μας και συμμαζεμό δεν θά ’χει. Καλύτερα να την πέσουμε κάτω απ’ τις μυρτιές. Είναι δροσερά εκεί, κ’ έχει και πολλά λουλούδια. Χίλιες φορές να πέσω στο χορταράκι, παρά στα χαλιά και στα στρωσίδια. Εδώ, βρε παιδί μου, τα τσιμπούσια είναι περισσότερα από τής πόλης. Να, μα τον Δία! Θα φταίει, φαίνεται, ο καθαρός αέρας τής εξοχής». Μαζί μου, ευτυχώς, συμφώνησαν κ’ οι άλλες, οπότε την πέσαμε στο χορταράκι – μερικές προτίμησαν τα κλαδιά τής μυρσίνης – απλώσαμε τα πανωφόρια μας, και ξαπλώσαμε σαν να βρισκόμασταν σε κρεβάτι.

……….Η γη ήταν μαλακή, γεμάτη από τριφύλλια και χλόη. Που και που ξεφύτρωναν ζουμπούλια κι άλλα χαριτωμένα λουλουδάκια. Τι όμορφα που ήταν! Απ’ τα τοιχώματα μιάς σπηλιάς κατέβαινε στάλα-στάλα το νεράκι, κάνοντας ωραίο ήχο, και ίδρωνε ο βράχος και όλα θύμιζαν άνοιξη. Ανοίξαμε και το κρασάκι, που είχαμε μαζί μας – εισαγωγής παρακαλώ, όχι ντόπιο – που το αγοράσαμε από την Ελευσίνα, έξι φιάλες, πολύ γλυκό και άφθονο. Είχαμε και αυγά, ολόφρεσκα, σαν το κωλαράκι τής Θρυαλλίδας, και κατσικάκι σε μερίδες, μπουκιά και συχώριο, και κοτοπουλάκια σπιτικά, και φρέσκα γαλακτοκομικά, αλλά και γλυκίσματα με μέλι, και τηγανίτες – που άλλοι τις λένε πυτιές και άλλοι σκουληκάκια – καθώς κ’ ένα καλάθι φρούτα εποχής, που τα βουτήξαμε από τα δέντρα τού κήπου […].

……….Μετά απ’ το φαγητό άρχισε το πήγαιν’ έλα των γεμάτων ποτηριών. Άρχισαν κ’ οι προπόσεις – κυρίως στην φιλία μας – και το πρόχειρο τσιμπουσάκι μας εξελίχθηκε σε κανονικό συμπόσιο και κράτησε πολύ. Πιάσαμε το τραγούδι, χτυπούσαμε το ντέφι, τραγουδούσε κ’ η Κρουματίνα τής Μεγάρας ερωτικά ποιήματα, μαζί με την Σιμμίχη, και – τελικά – νομίζω ότι οι Νύμφες έμειναν πολύ ευχαριστημένες!

……….Έπειτα σηκώθηκε η Πλαγγώνα κι άρχισε τον χορό τής κοιλιάς. Κουνιόταν τόσο χαριτωμένα, που παρά λίγο να ζωντανέψει ο Πάνας και να ορμήξει πάνω στον πισινό της! Η μουσική, λοιπόν, μάς έφερε στο κέφι και καταλαβαίνεις τι έγινε μετά! Στριμώξαμε τ’ αγόρια μας κι αρχίσαμε τα χάδια, τα φιλιά, το ερωτικό μασάζ και τα διονυσιακά παιχνίδια.

……….Κάποια στιγμή, μία από ’μάς έπεσε τ’ ανάσκελα κ’ έδωσε τα βυζάκια της στον γκόμενό της. Μετά τού άρπαξε τ’ αρχιδάκια, κάτω απ’ την μέση του, και τού τά ’σφιξε απαλά. Ε, αυτό ήταν! Άντρες και γυναίκες πήραμε φωτιά κι άρχισε το πανηγύρι. Τα πετάξαμε όλα και βγήκαμε στην καταπράσινη εξοχή – λες κ’ ήταν μιά μεγάλη ερωτική κρεβατοκάμαρα – καθίσαμε λίγο, γιά να συνέλθουμε απ’ την σούρα, και μετά ξαπλώσαμε στα χορταρένια στρώματα.

……….Στην συνέχεια, άλλη έπλεκε στεφάνια από κλαδιά μυρτιάς, τα φορούσε στο κεφάλι και μάς ρωτούσε αν τής πάνε, άλλη μάζευε μπουκέτα από ζουμπούλια και μάς καλούσε να τα μυρίσουμε, άλλη έκοβε μήλα, τα σώριαζε στην φούστα της και μάς τα πρόσφερε κουνώντας τα βυζιά της, άλλη σιγομουρμούριζε – δεν ξέρω τι – κι άλλη έκοβε φυλλαράκια, τα μασούσε και κουνούσε το κωλαράκι της. Ενώ, λοιπόν, όλες θέλαμε κοκό κ’ εκεί ήταν το μυαλό μας, κάναμε πως δεν τρέχει τίποτε, γιά να μην εκτεθούμε η μιά στην άλλη και μάς περάσουν γιά τίποτε λυσσάρες. Τι ανοησία! Αργότερα, όμως, τα ζευγαράκια άρχισαν να χώνονται μέσα στους θάμνους και τις φυλλωσιές.

……….Μετά από μερικά τονωτικά πηδηματάκια, ξαναγυρίσαμε στο πιοτό, ενώ τώρα, πιά, οι Νύμφες δεν φαίνονταν να μάς παρατηρούνε, αλλά σίγουρα μάς μπάνιζε ο Πάνας και ο Πρίαπος, και μάλιστα με μάτι πονηρό! Φάγαμε κυνήγι – πουλιά πιασμένα στην ξόβεργα και πέρδικες – ήπιαμε τσιπουράκι από γλυκά σταφύλια και δοκιμάσαμε λαγό. Βάλαμε κάτω και κάτι μύδια κάτι στρείδια, αγορασμένα από την πόλη, φάγαμε και σαλιγκάρια, μανιτάρια, κούμαρα, σπαράγγια, ρίζες ξιδάτες, γλυκόρριζες μελωμένες, και καταφχαριστηθήκαμε τα μαρουλάκια και τα σέλινα. Κάτι μαρούλια, κάτσε καλά! Κομμένα από το περιβόλι τού σπιτιού. Εμείς τα βγάλαμε. «Κόψε τούτο, τράβα ’κείνο, φέρε τ’ άλλο», χαμός έγινε! Ήταν μεγάλα και τρυφερά, σαν πλούσια κατσαρά μαλλιά. Άλλα, πάλι, ήταν πιό κοντά, ξανθόχρωμα. Γιά τα τελευταία λένε ότι αρέσουν πολύ στην Αφροδίτη. Έτσι λένε.

……….Ε, ρίξαμε και τα καυγαδάκια μας, βέβαια, το ξερατό πήγε σύννεφο, αφού το μεθύσι ήταν τρελό, αλλά κανέναν δεν ντρεπόμασταν κ’ ελεύθερα το κάναμε η μία μπροστά στην άλλη. Με τόσο ποτό, πώς να μην γίνουμε φέσι; Ένα πράγμα μόνον μίσησα, όσο τίποτε άλλο στην ζωή μου: τον πετεινό τού γείτονα! Μάς ξύπνησε γιά τα καλά, και μιά χαρά συνήλθαμε απ’ το μεθύσι!

……….Αχ, καημένη, έπρεπε να είχες έρθει κ’ εσύ. Εγώ, πάντως, σού τα γράφω, γιατί αυτές οι διηγήσεις είναι πολύ γκαβλιάρικες! Έγιναν όλα όπως σού τά ’γραψα. Κ’ εσύ, βρε κορίτσι μου, σκέτη μούχλα έχεις γίνει! Άντε ξύπνα! Αν, πάλι, κάθεσαι σπίτι γιατί περιμένεις τον γκόμενο να έρθει, ε, τότε, καλά κάνεις. Φιλάκια!

.

……….Αλκίφρων,

……….Οι επιστολές των Εταιρών,

……….«Ο Μένανδρος στην Γλυκέρα»:

 .

……….Μα τις θεές τής Ελευσίνας και τ’ άγια Μυστήριά τους, Γλυκέρα μου καλή, που ξέρεις πόσο τα τιμώ και τα σέβομαι, καθόλου δεν περνάω τον εαυτό μου γιά μεγάλη μούρη, ούτε και σού γράφω τώρα γιατί θέλω να τα χαλάσουμε. Έχω εγώ άλλη αγαπούλα από ’σένα; Τι άλλο έχω τιμή μου και κορώνα μου, πέρα από την αγάπη μας, που – όταν με το καλό γεράσουμε – οι καλοί σου οι τρόποι κ’ οι ευγενικές συνήθειές σου θα με κρατάνε τζόβενο και φρεσκαδούρα;

……….Και τώρα, που είμαστε νέοι, και αργότερα, που θα είμαστε γεροντάκια, περνάμε και θα περνάμε μιά χαρά τα δυό μας – μα τους θεούς! – και μαζί θα φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί ο ένας δεν θα μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον, Γλυκέρα μου καλή, και καμμιά διάθεση δεν θά ’χει γιά τις χαρές τής ζωής, αν δεν έχει και τον άλλον δίπλα του. Μακάρι να μην μπω στον πειρασμό, αν τύχει και μού φύγεις πρώτη. Σάμπως, τι θα γίνει αν μείνει και καμμιά χαρά, που δεν θα προλάβουμε να την ζήσουμε;

……….Άκου, τώρα, τι μού ’τυχε πριν λίγες μέρες στον Πειραιά, κ’ είχα τα χάλια μου τα μαύρα – ξέρεις, τις αιώνιες αρρώστιες μου, γιά τις οποίες συνεχώς μού την λένε οι εχθροί μου και με κατηγορούν ότι είμαι καλοπερασάκιας και παλιαδελφή – και δεν μπόρεσα να σού γράψω, αφού τότε ήσουν στην Αθήνα γιά τις γιορτές των Αλώων:

……….Μού ’γραψε, που λες, ο βασιλιάς τής Αιγύπτου, ξέρεις, ο Πτολεμαίος, και μού είπε ότι τα κανόνισε όλα και ότι θα μού κάνει το ρουσφετάκι που τού ζήτησα και μού ’ταξε – εμένα και τού Φιλήμονα – όλα τ’ αγαθά τής γης, που λέει ο λόγος, δηλαδή. Τέτοια καλά μαντάτα έλαβε κι ο Φιλήμονας – ο ίδιος μού τα ’πε, σ’ ένα γράμμα του – ωραία νέα, δηλαδή, σαν κι αυτά που μού ’γραψε κ’ εμένα ο βασιλιάς. Όλα θα πάνε μιά χαρά, θα δεις!

……….Εγώ, λοιπόν, αν και δεν γουστάρω κανενός τις συμβουλές, τις δικές σου πάντα τις ακούω, γιατί – μα την Αθηνά – σε βλέπω και σαν σύμβουλο και σαν δικηγόρο και σαν καλό συζητητή μου, κάτι που πάντοτε ήσουν και πάντοτε θα είσαι, αγαπούλα μου. Γι’ αυτό, λοιπόν, σού έστειλα τα γράμματα τού βασιλιά – εσένα κόβει το μάτι σου – γιά να ξέρεις τι παίζεται και στις δύο πλευρές, την δική μου και την δική του, και γιά να ξέρεις τι τού γράφω.

……….Από την άλλη, πάλι, μα τους θεούς τού Ολύμπου, καθόλου κέφι δεν μού κάνει να ταξιδέψω στην Αίγυπτο. Μακριά, βρε παιδί μου! Ακόμη και δίπλα στην Αίγινα να βρισκόταν η Αίγυπτος, τέτοιον μπελά δεν θά ’βαζα στο κεφάλι μου. Τι, δηλαδή; Ν’ αφήσω την αγάπη μου, την βασίλισσά μου, και να τρέχω μόνος κ’ έρημος στους Αιγύπτιους; Να μην βλέπω την Γλυκέρα μου; Εγώ ποθώ να βρίσκομαι μέσα στην αγκαλιά σου, όχι στα παλάτια βασιλιάδων και τυράννων!

……….Η πολλή ελευθερία, τελικά, καλό δεν κάνει. Τα γλειψίματα, πάλι, είναι ξεφτελισμός. Κι αν πεις και γιά την ευτυχία, ε, αυτή είναι όνειρο θερινής νυκτός! Εγώ τα κρυστάλλινα ποτήρια και τ’ ακριβά φλιτζάνια και τα χίλια δυό μπερεκέτια τής βασιλικής αυλής, τις χοές, τις γιορτές, τις θεατρικές παραστάσεις, τις φιλοσοφικές παρλαπίπες και τα μαθήματα των δασκάλων τού Λυκείου και τής Ακαδημείας, ε, λοιπόν, όλα τούτα δεν μού λένε τίποτα – μα τον Διόνυσο και τους άγιους κισσούς του, που τόσο μού αρέσει να φοράω στο κεφάλι μου – ούτε οι κορώνες τού Πτολεμαίου, όταν εγώ έχω την Γλυκέρα μου, που κάθεται στο θέατρο και με γλυκοκοιτάζει.

……….Πού θα βρω, μωρέ, συνελεύσεις και ψηφοφορίες στην Αίγυπτο; Πού θα δω δημοκρατικές διαδικασίες και λαϊκή ελευθερία; Πού θα συναντήσω νομοθέτες, στεφανωμένους με κισσό σε χώρους ιερούς; Πού θα χαρώ τον χώρο τής συνάθροισης των βουλευτών μας; Πού θ’ ακούσω γιά εκλογές; Πού θα επισκεφτώ μιά όμορφη Ακρόπολη, έναν λαμπρό Κεραμεικό, αγορά, δικαστήρια, αγάλματα θεών, άγια Μυστήρια, την Σαλαμίνα μας με τα στενά της, την Ψυττάλεια, τον Μαραθώνα; Όλη η Ελλάδα μας υπάρχει στην Αθήνα, κ’ η Ιωνία μας και οι Κυκλάδες, όλα!

……….Γιά τρελούς ψάχνουν, ν’ αφήσω όλα τούτα τα καλά και την καλή μου την Γλυκέρα, και να τρέχω στην Αίγυπτο μόνο και μόνο γιά χρυσάφια και ασήμια και θησαυρούς; Τι να τα κάνω εκεί; Να ’ρχεται να με βλέπει η Γλυκέρα μου και να θαλασσοπνίγεται; Αφού, χωρίς την αγαπούλα μου, όπου βρεθώ, φτωχός θα είμαι πάντα. Κι αν η Γλυκέρα μου βαρεθεί να περιμένει – και με το δίκιο της – κι αρχίσει να ξενοκοιτάζει, δεν θα μού γίνουν όλα τούτα στάχτη και μπούρμπερη; Και αν εγώ πεθάνω απ’ τον καημό μου, τα πλούτη δεν θα μείνουν πίσω, ξανά στις τσέπες των τυράννων και των μεγαλοκαρχαριών;

……….Νομίζεις ότι μπορεί κανείς ν’ αντέξει γιά πολύ καιρό τον Πτολεμαίο και την φάρα του, που από την μιά σού χτυπούν φιλικά την πλάτη κι από την άλλη σε καρφώνουν στο πι και φι; Αν, όμως, τσακωθώ με την Γλυκέρα μου, τής κάνω μιά αγκαλιά, τής δίνω δυό φιλιά, και όλα μέλι γάλα! Αν, πάλι, το παρακάνει, τής τραβάω έναν άγριο, και πάλι τα βρίσκουμε! Αν είναι κακόκεφη, το ρίχνω στο μαύρο δάκρυ. Ε, κι αν δεν χαμπαριάζει από τίποτα, ανάγκη μ’ έχει, θα συνέλθει, αφού δεν διαθέτει ούτε φαντάρους ούτε μπράβους γύρω της. Εγώ είμαι ο πλούτος τής Γλυκέρας μου! Έτσι δεν είναι, αγαπούλα μου;

……….Βέβαια, δεν λέω, αξίζει να πάει να δει κανείς τον φημισμένο Νείλο. Αλλά, μήπως δεν αξίζει να δει και τον Ευφράτη; Τον Ίστρο; Μήπως δεν είναι μεγάλοι ποταμοί και ο Θερμώδοντας και ο Τίγρης και ο Άλυς και ο Ρήνος; Ε, αν πρόκειται να δω όλους τους ποταμούς τής Γης και να χάσω την Γλυκέρα μου, άσ’ το να πάει στο διάολο! Καλός ο Νείλος, αλλά είναι κ’ επικίνδυνος. Δεν σε παίρνει πολύ-πολύ να πλησιάζεις τις ρουφήχτρες του, γιατί μπορεί να συμβεί και καμμιά στραβή!

……….Ένα πράμμα θέλω εγώ: νά ’μαι στα μέρη μου και να πεθάνω στον τόπο των παππούδων μου. Γι’ αυτό, καλέ μου Πτολεμαίε – θα τού πω – εύχομαι πάντα να με στεφανώνει ο κισσός τής Αττικής και πάντα να μπορώ να ψέλνω ύμνους στον θεό Διόνυσο και να συμμετέχω στα Μυστήριά μας. Θέλω να γράφω και κανένα καινούργιο θεατρικό εργάκι πότε-πότε, να σπάω πλάκα με τα φιλαράκια μου, να έχω άγχος γιά τους θεατρικούς αγώνες, να συγκλονίζομαι, να νικάω.

……….Όσο γιά τον φίλο μου, τον Φιλήμονα, ας είναι καλά, ας πάει στην Αίγυπτο κι ας απολαύσει και το δικό μου μερτικό απ’ τ’ αγαθά τής χώρας. Ο Φιλημονάκος μας, βλέπεις, δεν έχει μιά Γλυκέρα δίπλα του, και ίσως να μην τού αξίζει κιόλας.

……….Εσύ, τώρα, Γλυκέρα μου, αφού τελείωσαν οι γιορτές των Αλώων, ανέβα στο μουλαράκι σου κ’ έλα προς τα μέρη μου, γιατί μακρύτερες γιορτές από τούτες εδώ δεν έχω ξαναδεί. Βόηθα μας, Δήμητρά μου!

.

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

 .

……….Διόδωρος,

……….Ιστορική Βιβλιοθήκη,

……….«Η Τετάρτη Βίβλος»,

……….πρόλογος:

.

……….Δεν αγνοώ ότι τα συγγράμματα όσων συντάσσουν αρχαίες μυθολογίες έχουν πολλά ελαττώματα, επειδή τα αναγραφόμενα – ένα δυσεύρετο υλικό – αναφέρονται στην αρχαιότητα και παρέχουν δυσχέρειες στους συγγραφείς, ενώ η χρονική τοποθέτησή τους, που δεν επιδέχεται ακριβέστατο έλεγχο, ωθεί τους αναγνώστες να περιφρονήσουν την εξιστόρηση. Επιπλέον, η ποικιλία και το πλήθος των γενεαλογουμένων ηρώων και ημιθέων και λοιπών ανδρών κάνουν δυσέφικτη την αφήγηση, ενώ το μέγιστο και πιό παράλογο εμπόδιο είναι ότι συμβαίνει να μην συμφωνούν μεταξύ τους εκείνοι που κατέγραψαν τις αρχαιότατες πράξεις και μυθολογίες, γι’ αυτό, όσοι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι πρώτευσαν σε δόξα, αποστασιοποιήθηκαν από την αρχαία μυθολογία λόγω των δυσχερειών και επιχείρησαν να καταγράψουν τις νεώτερες πράξεις. Όταν, λοιπόν, ο Έφορος ο Κυμαίος, που ήταν μαθητής τού Ισοκράτη, ανέλαβε να γράψει γενική ιστορία, υπερέβη τις αρχαίες μυθολογίες κ’ επέλεξε ως αρχή τής ιστορίας του τα γεγονότα από την κάθοδο των Ηρακλειδών και μετά. Το ίδιο μ’ αυτόν έκαναν και ο Καλλισθένης και ο Θεόπομπος, σύγχρονοι τού Εφόρου, που αποστασιοποιήθηκαν από τους αρχαίους μύθους. Εμείς, όμως, κρίνοντας αντίθετα απ’ αυτούς και υποφέροντας την καταπόνηση τής σχετικής καταγραφής, με κάθε τρόπο επιμεληθήκαμε τους αρχαίους μύθους, επειδή μέγιστες και πολλές πράξεις συντελέσθηκαν από τους ήρωες και τους ημιθέους και πολλούς άλλους αγαθούς άνδρες, τους οποίους οι μεταγενέστεροι – γιά τις ευεργεσίες που πρόσφεραν σε όλους – τίμησαν είτε με ισόθεες είτε με ηρωικές θυσίες, ενώ ο ιστορικός λόγος όλους τούς ύμνησε στον αιώνα με τους πρέποντες επαίνους.

……….Στα τρία προηγούμενα βιβλία καταγράψαμε τις μυθολογικές πράξεις των άλλων εθνών και όσα ιστορούν γιά τους Θεούς τους, καθώς και γιά τις τοποθεσίες τής χώρας τού καθενός, τα θηρία και τ’ άλλα ζώα που υπάρχουν εκεί και – γενικά – μιλήσαμε γιά όλα τ’ αξιομνημόνευτα και τα παράδοξα, ενώ στο παρόν βιβλίο θ’ αναφέρουμε όσα οι Έλληνες ιστορούν γιά τους αρχαίους χρόνους σχετικά με τους επιφανέστατους ήρωες και ημιθέους και – γενικά – γιά όσους κατά τον πόλεμο έκαναν κάτι αξιόλογο, όπως και γιά όσους κατά την ειρήνη εφηύραν ή νομοθέτησαν κάτι χρήσιμο γιά τον κοινό βίο.

.

……….Διόδωρος,

……….Ιστορική Βιβλιοθήκη,

……….«Η Τετάρτη Βίβλος»,

……….κεφάλαιο 9:

.

……….Από την Δανάη τού Ακρισίου, λοιπόν, και τον Δία λένε ότι γεννήθηκε ο Περσεύς, με τον οποίον έσμιξε η Ανδρομέδα τού Κηφέα και γέννησε τον Ηλεκτρύωνα, τον οποίον παντρεύτηκε η Ευρυδίκη τού Πέλοπα και απόκτησαν την Αλκμήνη, με την οποία έσμιξε ο Δίας – κατόπιν απάτης – και γέννησε τον Ηρακλή, που ακέραια η ρίζα τού γένους του, και από τους δύο γονείς του, κατά τον τρόπο που προαναφέραμε λέγεται ότι ανάγεται στον μέγιστο των Θεών, ενώ η αρετή, που γεννήθηκε μέσα του, δεν έγινε αντιληπτή μόνον από τις πράξεις του, αλλά ήταν γνωστή και πριν από την γέννησή του, αφού ο Δίας, προκειμένου να σμίξει με την Αλκμήνη, έκανε τριπλάσια την νύχτα, ενώ η μεγάλη χρονική διάρκεια, που αναλώθηκε στην παιδοποιία, προσήμανε την υπερβολική ρώμη τού παιδιού που θα γεννιόταν. Γενικά, όμως, ο Δίας δεν προχώρησε σ’ αυτή την συνουσία από ερωτική επιθυμία, όπως έκανε με τις άλλες γυναίκες, αλλά περισσότερο προς χάρη τής παιδοποιίας, και γι’ αυτό θέλησε να κάνει νόμιμη την συνεύρεση, μη θέλοντας να χρησιμοποιήσει βία, αλλά και χωρίς καθόλου να ελπίζει ότι θα πείσει την Αλκμήνη, με αποτέλεσμα να προτιμήσει την απάτη και μ’ αυτή να την παραπλανήσει, λαμβάνοντας εξολοκλήρου την μορφή τού Αμφιτρύωνα. Αφού παρήλθε ο φυσιολογικός χρόνος εγκυμοσύνης, έχοντας την διάνοιά του προσηλωμένη στην γέννηση τού Ηρακλή, ενώπιον όλων των Θεών, ο Δίας προανήγγειλε ότι αυτόν, που εκείνη την ημέρα θα γεννιόταν, θα τον έκανε βασιλιά τής γενιάς τού Περσέα. Η Ήρα, όμως, γεμάτη από ζήλια, έχοντας συνεργό της την Ειλείθυια, την θυγατέρα της, καθυστέρησε τις ωδίνες τής Αλκμήνης, ενώ έφερε στο φως – πριν από τον κανονικό χρόνο – τον Ευρυσθέα. Τότε ο Δίας, που καταστρατηγήθηκε, θέλησε και την υπόσχεσή του να επιβεβαιώσει και να προνοήσει γιά την δόξα τού Ηρακλή, γι’ αυτό και λένε ότι έπεισε την Ήρα να επιτρέψει να γίνει βασιλιάς ο Ευρυσθεύς, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, ενώ ο Ηρακλής να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα, να τελέσει δώδεκα άθλους – όποιους προστάξει ο Ευρυσθεύς – και, αφού το κάνει, να κερδίσει την αθανασία. Μετά τον τοκετό, η Αλκμήνη, φοβούμενη την ζηλοτυπία τής Ήρας, εξέθεσε το βρέφος στον τόπο που σήμερα, εξαιτίας τού Ηρακλή, καλείται Ηράκλειο πεδίο. Τότε πλησίασε η Αθηνά μαζί με την Ήρα, θαύμασε την φυσική κατάσταση τού παιδιού, έπεισε την Ήρα να του προσφέρει την θηλή της αλλά – επειδή το παιδί άρπαξε την θηλή πιό βίαια, απ’ όσο άρμοζε στην ηλικία του – η Ήρα πόνεσε και έρριξε το βρέφος, οπότε η Αθηνά το μετέφερε στην μητέρα του και την παρακάλεσε να το θρέψει. Δικαιολογημένα θ’ απορούσε κανείς με την παράδοξη περιπέτεια: η μητέρα, που όφειλε να στέργει το δικό της παιδί, το εξόντωνε, ενώ η μητριά, που το μισούσε, από άγνοια έσωζε τον φυσικό εχθρό της.

.

……….Διόδωρος,

……….Ιστορική Βιβλιοθήκη,

……….«Η Τετάρτη Βίβλος»,

……….κεφάλαιο 12:

 .

……….Η τρίτη προσταγή, που έλαβε, ήταν να φέρει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο, ο οποίος διαβιούσε στην Λαμπεία τής Αρκαδίας. Αυτή η προσταγή θεωρήθηκε πολύ δυσχερής επειδή, όποιος θ’ ανταγωνιζόταν ένα τέτοιο θηρίο, έπρεπε να έχει τόση υπεροχή, ώστε επάνω στην μάχη να στοχάζεται επακριβώς τις περιστάσεις γιατί, αν άφηνε τον κάπρο ισχυρό, θα κινδύνευε από τα δόντια του, ενώ αν τον καταπολεμούσε περισσότερο από το απαραίτητο και τον σκότωνε, θ’ άφηνε τον άθλο απραγματοποίητο. Κατά την μάχη, όμως, ο Ηρακλής υπολόγισε με τέτοια ακρίβεια την ισορροπία τού χτυπήματος, ώστε έφερε ζωντανό τον κάπρο στον Ευρυσθέα. Όταν ο βασιλιάς τον είδε να του φέρνει τον κάπρο επάνω στους ώμους, φοβήθηκε και κρύφτηκε σ’ ένα χάλκινο πιθάρι.

……….Ενόσω έκανε αυτά, ο Ηρακλής κατανίκησε και τους ονομαζόμενους Κενταύρους, γιά τις ακόλουθες αιτίες: ο Φόλος ήταν Κένταυρος – από αυτόν συνέβη να ονομαστεί Φολόη το όρος, κοντά στο οποίο ζούσε – και υποδέχτηκε φιλόξενα τον Ηρακλή και άνοιξε το πιθάρι τού οίνου που είχε παραχώσει στην γη, γιά το οποίο μυθολογούν ότι ο Διόνυσος, στην αρχαία εποχή, το είχε παραδώσει σε κάποιον Κένταυρο και πρόσταξε τότε ν’ ανοιχτεί, όταν έρθει ο Ηρακλής, ώστε μετά από τέσσερις γενιές, όταν ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από τον Φόλο, αυτός θυμήθηκε την παραγγελία τού Διονύσου. Το πιθάρι ανοίχτηκε, λοιπόν, και οι Κένταυροι, που κατοικούσαν εκεί κοντά, συνέβη να καταληφθούν από οίστρο εξαιτίας τής ευωδίας, τής παλαιότητας και τής δύναμης που σκόρπισε ο οίνος. Έπεσαν, τότε, όλοι μαζί στην κατοικία τού Φόλου και με φοβερό τρόπο όρμησαν γιά αρπαγή. Ο Φόλος φοβήθηκε και κρύφτηκε, αλλά ο Ηρακλής συνεπλάκη αναπάντεχα με τους βίαιους, αφού έπρεπε ν’ ανταγωνιστεί εναντίον όντων που από την μητέρα τους ήταν Θεοί, είχαν την ταχύτητα ίππων, ήταν ρωμαλέοι όπως τα δισώματα θηρία και είχαν ανθρώπινη εμπειρία και σύνεση. Άλλοι Κένταυροι επιτίθονταν κρατώντας ξερριζωμένα πεύκα, άλλοι μεγάλες πέτρες, κάποιοι δάδες αναμμένες, κάποιοι άλλοι πελέκια που σκοτώνουν βόδια. Εκείνος παραμένοντας ατρόμητος έστησε μάχη αντάξια των προηγουμένων έργων του. Μαζί με τους Κενταύρους αγωνιζόταν η μητέρα τους, Νεφέλη, ρίχνοντας πολλή βροχή, που δεν έβλαπτε τους τετράποδους, αλλά έκανε ολισθηρή την βάση εκείνου που στηριζόταν σε δύο σκέλη. Παρά τα πλεονεκτήματα των Κενταύρων, ο Ηρακλής τους κατανίκησε κατά παράδοξο τρόπο, σκότωσε τους περισσότερους και ανάγκασε τους υπόλοιπους να φύγουν. Μεταξύ των σκοτωμένων Κενταύρων, οι επιφανέστεροι ήταν ο Δάφνις, ο Αργείος, ο Αμφίων, ακόμη ο Ιπποτίων, ο Όρειος, ο Ισοπλής, ο Μελαγχαίτης, και επιπλέον ο Θηρεύς, ο Δούπων και ο Φρίξος. Καθένας από εκείνους, που διέφυγαν τον κίνδυνο, τιμωρήθηκε ύστερα όπως του άξιζε. Ο Όμαδος φονεύτηκε ενώ βίαζε την αδελφή τού Ευρυσθέα, Αλκυόνη, στην Αρκαδία. Ο Ηρακλής θαυμάστηκε ξεχωριστά γι’ αυτή την πράξη επειδή – ενώ ιδιαιτέρως μισούσε τον εχθρό του – συμπόνεσε την προσβεβλημένη και θεωρήθηκε ξεχωριστός σε επιείκεια. Κάτι ιδιαίτερο συνέβη και στον φίλο τού Ηρακλή, τον ονομαζόμενο Φόλο. Αυτός, λοιπόν, θάβοντας τους σκοτωμένους Κενταύρους – γιά λόγους συγγένειας – έβγαλε από κάποιον ένα βέλος, τραυματίστηκε από την αιχμή και πέθανε επειδή το τραύμα ήταν ανίατο. Ο Ηρακλής τον έθαψε μεγαλοπρεπώς, τοποθετώντας τον κάτω από το όρος, το οποίο κατέστη καλύτερο απ’ όσο μία ένδοξη επιτύμβια στήλη, αφού ονομάστηκε Φολόη, διατηρώντας την μνήμη τού θαμμένου μέσω τού ονόματός του, και όχι μέσω κάποιας επιγραφής. Με όμοιο τρόπο σκότωσε και τον Χείρωνα – που θαυμαζόταν ως ιατρός – ακούσια χτυπώντας τον με το τόξο. Γιά τους Κενταύρους, λοιπόν, μιλήσαμε επαρκώς.

.

……….Διόδωρος,

……….Ιστορική Βιβλιοθήκη,

……….«Η Τετάρτη Βίβλος»,

……….κεφάλαιο 44:

 .

……….Ο Φινεύς αντιμετώπισε κακότροπα τους ξένους και τους ζήτησε να μην αναμειγνύονται στις υποθέσεις του, επειδή κανένας πατέρας δεν τιμωρεί οικειοθελώς τους γιούς του, εάν το μέγεθος των αδικημάτων τους δεν ξεπερνά την φυσική φιλοστοργία των γονέων προς τα τέκνα. Τότε, λοιπόν, λέγεται ότι οι ονομαζόμενοι Βορεάδες, που συνταξίδευαν με τον Ηρακλή και ήταν αδελφοί τής Κλεοπάτρας, πρώτοι όρμησαν να βοηθήσουν – εξαιτίας τής συγγένειάς τους – και έσπασαν τα δεσμά που τύλιγαν τους νεαρούς, σκοτώνοντας τους βαρβάρους που τους εναντιώθηκαν. Ο Φινεύς, με την συνδρομή τού πλήθους των Θρακών, όρμησε στην μάχη, ενώ ο Ηρακλής – που λένε ότι αγωνίστηκε καλύτερα απ’ όλους – σκότωσε τον Φινέα και πολλούς άλλους, τελικά κατέλαβε τ’ ανάκτορα, έβγαλε από την φυλακή την Κλεοπάτρα και αποκατέστησε τους Φινείδες στην πατρική εξουσία. Αυτοί, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν με βασανιστήρια την μητριά τους, αλλά ο Ηρακλής τούς έπεισε ν’ αποφύγουν αυτήν την τιμωρία, να την στείλουν στον πατέρα της, στην Σκυθία, και να τον παρακαλέσουν να την τιμωρήσει εκείνος γιά τα εις βάρος τους ανομήματα. Αυτό έγινε και ο Σκύθης καταδίκασε την θυγατέρα του σε θάνατο, ενώ οι γιοί τής Κλεοπάτρας – λόγω τής επιείκειάς τους – απέκτησαν δόξα μεταξύ των Θρακών. Δεν αγνοώ ότι μερικοί μυθογράφοι λένε ότι οι Φινείδες τυφλώθηκαν από τον πατέρα τους, ενώ στον ίδιο έλαχε όμοια συμφορά από τον Βορέα, όπως και ότι μερικοί παραδίδουν ότι ο Ηρακλής, όταν βγήκε στην Ασία γιά να βρει νερό, εγκαταλείφθηκε σ’ εκείνη την χώρα από τους Αργοναύτες. Γενικά, όμως, συμβαίνει οι αρχαίοι μύθοι να μην μας δίνουν ούτε απλές ούτε σύμφωνες εξιστορήσεις και – γι’ αυτό – δεν πρέπει να μένουμε έκπληκτοι εάν συγκρίνουμε κάποιες αρχαίες παραδόσεις και δεν τις βρίσκουμε σύμφωνες σε όλους τους ποιητές και συγγραφείς. Έτσι λοιπόν, λέγεται και γιά τους Φινείδες ότι παρέδωσαν την βασιλεία στην μητέρα τους, Κλεοπάτρα, και συστρατεύτηκαν με τους αρίστους. Αναχωρώντας από την Θράκη και φτάνοντας στον Πόντο, προσέγγισαν την Ταυρική αγνοώντας την αγριότητα των εντοπίων. Γιά τους βάρβαρους, που κατοικούν αυτή την χώρα, είναι νόμιμο να θυσιάζουν τους καταπλέοντες ξένους στην Θεά Αρτέμιδα την Ταυροπόλο. Σ’ αυτούς, λοιπόν, λένε ότι η Ιφιγένεια – στα μετέπειτα χρόνια – κατέστη ιέρεια τής προειρημένης Θεάς και θυσίαζε τους καταδικασμένους.

.

……….Διόδωρος,

……….Ιστορική Βιβλιοθήκη,

……….«Η Τετάρτη Βίβλος»,

……….κεφάλαιο 52:

 .

……….Όταν νύχτωσε και ο Πελίας κοιμήθηκε, η Μήδεια είπε ότι ήταν αναγκαίο να βράσουν το σώμα τού Πελία σ’ έναν λέβητα, επειδή όμως οι παρθένες δέχτηκαν τα λόγια της με εχθρότητα, εκείνη επινόησε ακόμη ένα τέχνασμα γιά να γίνουν πιστευτά τα λεγόμενά της: στην οικία τρεφόταν ένας πολυετής κριός, και η Μήδεια υποσχέθηκε στις κόρες πρώτα να τον βράσει κ’ έπειτα να τον ξανακάνει αρνί. Αυτές συγκατατέθηκαν. Μυθολογούν, λοιπόν, ότι η Μήδεια διαμέλισε το σώμα τού κριού, το έβρασε και – προκαλώντας παράκρουση με κάποια φάρμακα – έβγαλε από τον λέβητα το είδωλο ενός αρνιού. Σ’ αυτό το σημείο οι κόρες εξεπλάγησαν και, θεωρώντας ότι είχαν λάβει αποδείξης γιά την υπόσχεση, εκτέλεσαν τις προσταγές της: όλες οι άλλες, λοιπόν, χτυπούσαν τον πατέρας τους μέχρι να τον σκοτώσουν, ενώ μόνη η Άλκηστις κρατήθηκε μακριά από τον γεννήτορα, εξαιτίας τής υπερβολικής ευσέβειάς της. Λένε ότι μετά απ’ αυτά, η Μήδεια απέφυγε να κατακόψει ή να βράσει το σώμα, προσποιούμενη ότι πρώτα έπρεπε να προσευχηθεί στην σελήνη, οπότε ανέβασε με λαμπάδες τις παρθένες στην υψηλότερη στέγη των ανακτόρων, ενώ αυτή επί πολύ χρόνο επαναλάμβανε στην διάλεκτο τής Κολχίδας μία μακρά προσευχή, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο σ’ εκείνους που θα έκαναν την επίθεση. Γι’ αυτό και οι Αργοναύτες, αντιλαμβανόμενοι την φωτιά που φαινόταν στην σκοπιά, θεώρησαν ότι συντελέστηκε ο φόνος τού βασιλιά και όρμησαν τρέχοντας προς την πόλη, εισέβαλαν μέσα στα τείχη με τα ξίφη στα χέρια, έφτασαν στ’ ανάκτορα και σκότωσαν τους φύλακες που αντιστάθηκαν, ενώ οι θυγατέρες τού Πελία – που μόλις είχαν κατεβεί από την στέγη γιά το βράσιμο – είδαν απρόσμενα τον Ιάσονα και τους αρίστους στα ανάκτορα και πόνεσαν πολύ από την συμφορά που τις βρήκε. Ούτε την Μήδεια είχαν την δύναμη να εκδικηθούν ούτε να διορθώσουν την μυσαρή πράξη στην οποία παρασύρθηκαν με απάτη. Γι’ αυτό λέγεται ότι όρμησαν να τερματίσουν την ζωή τους, αλλά ο Ιάσονας λυπήθηκε γιά τα πάθη τους, τις συγκράτησε και τις παρότρυνε να δείξουν θάρρος, αφού δεν αμάρτησαν από κακία, αλλά ακούσια εξαπατήθηκαν και ατύχησαν.

.

ΤΜΗΜΑ  ΤΡΙΤΟ

 .

……….Επίκουρος,

……….«Κύριαι Δόξαι», ι΄:

.

……….Εάν, όσα επιφέρουν οι ηδονές των ασώτων, κατέλυαν τους φόβους τής διάνοιας έναντι των ουρανίων φαινομένων, τού θανάτου και των αλγηδόνων, και εάν – επιπλέον – μας δίδασκαν το πέρας των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ποτέ λόγο να μεμφόμαστε τους ασώτους, που από παντού θα γέμιζαν από ηδονές και από πουθενά δεν θα είχαν ούτε άλγος ούτε λύπη, δηλαδή αυτό ακριβώς που είναι το κακό.

.

……….Επίκουρος,

……….«Κύριαι Δόξαι», κ΄:

.

……….Γιά την σάρκα είναι απέραντα τα όρια τής ηδονής, και άπειρος χρόνος χρειάζεται γιά να την κατακτήσει, ενώ η διάνοια – που συλλογίστηκε τον σκοπό και το πέρας τής σάρκας, και διέλυσε τους φόβους έναντι τής αιωνιότητας – προετοίμασε τον παντελή βίο και καθόλου πιά δεν έχει ανάγκη τον άπειρο χρόνο. Ούτε, λοιπόν, αποφεύγει την ηδονή, ούτε κάνει σαν να της λείπει κάτι από τον άριστο βίο, όταν οι περιστάσεις την φέρνουν στην έξοδο από την ζωή.

.

……….Επίκουρος,

……….«Κύριαι Δόξαι», κζ΄:

.

……….Απ’ όσα η σοφία παρέχει στην μακαριότητα ολόκληρου τού βίου, η απόκτηση φίλων είναι το κατά πολύ μεγαλύτερο.

.

……….Επίκουρος,

……….«Διαθήκη»:

.

……….Σύμφωνα με την παρούσα διαθήκη, αφήνω όλη την περιουσία μου στον Αμυνόμαχο τού Φιλοκράτους, από τον δήμο Βατή, και στον Τιμοκράτη τού Δημητρίου, από τον δήμο Ποταμού, κατά την δωρεά που γιά τον καθένα τους έχω αναγράψει στο Μητρώο, ώστε να παραχωρήσουν τον κήπο και τους πλησίον χώρους του στον Μυτιληναίο Έρμαρχο τού Αγεμόρτου και σε όσους μαζί του φιλοσοφούν και σε όσους ο Έρμαρχος αφήσει διαδόχους του στην φιλοσοφία, γιά ν’ ασχολούνται με την φιλοσοφία. Σε όσους πάντοτε φιλοσοφούν όπως εγώ, καθώς και στους κληρονόμους τους, ως παρακαταθήκη αφήνω να φροντίζουν κατά το δυνατόν, μαζί με τον Αμυνόμαχο και τον Τιμοκράτη, την λειτουργία τού κήπου, ώστε και αυτοί να διατηρήσουν τον κήπο όσο ασφαλέστερο γίνεται, με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς κ’ εκείνοι, στους οποίους οι δικοί μας φιλόσοφοι θα τον παραδώσουν. Την οικία μου, στην Μελίτη, ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης ας την παραχωρήσουν στον Έρμαρχο, ώστε να κατοικήσει εκεί με όσους φιλοσοφούν μαζί του, γιά όσα χρόνια ζήσει ο Έρμαρχος.

……….Από τα εισοδήματα, που προκύπτουν απ’ όσα έχω δωρίσει στον Αμυνόμαχο και στον Τιμοκράτη, ας παρακρατηθεί ένα μέρος, κατά το δυνατόν, σε συμφωνία με τον Έρμαρχο, με σκοπό να διατεθεί στις προσφορές – στην μνήμη τού πατέρα, τής μητέρας και των αδελφών μου – καθώς και στην ημέρα των γενεθλίων μου, την οποία συνηθίζουμε να εορτάζουμε κατ’ έτος, την προηγουμένη τής δεκάτης τού Γαμηλιώνος, αλλά και στην τακτική συνάθροιση όσων φιλοσοφούν όπως εγώ, που κάνουμε στις είκοσι κάθε μήνα, στην μνήμη την δική μου και τού Μητροδώρου. Επίσης, να εορτάζουν την ημέρα των αδελφών, κατά τον μήνα Ποσειδεώνα, και την ημέρα τού Πολυαίνου, κατά τον Μεταγειτνιώνα, όπως ακριβώς έκανα κ’ εγώ.

……….Ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης να φροντίσουν τον Επίκουρο, γιό τού Μητροδώρου, και τον γιό τού Πολυαίνου, ενόσω αυτοί θα φιλοσοφούν και θα συζούν με τον Έρμαρχο. Επίσης, ν’ αναλάβουν και την επιμέλεια τής θυγατέρας τού Μητροδώρου και – όταν ενηλικιωθεί – να την παντρέψουν με όποιον ο Έρμαρχος επιλέξει μεταξύ όσων φιλοσοφούν μαζί του, εάν αυτή είναι εύτακτη και πειθαρχεί στον Έρμαρχο. Από τα εισοδήματα που έχουμε, ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης να δώσουν σ’ αυτούς – γιά την διατροφή τους – όσα κατ’ έτος φαίνεται να χρειάζονται, μετά από συνεννόηση με τον Έρμαρχο.

……….Μαζί τους, να κάνουν και τον Έρμαρχο κύριο των εισοδημάτων, ώστε όλα να γίνονται με την συναίνεση αυτού που μαζί μου γέρασε φιλοσοφώντας και ορίστηκε ηγέτης εκείνων που φιλοσοφούν όπως εγώ. Την προίκα τού θυληκού παιδιού – όταν ενηλικιωθεί – να την ξεχωρίσουν και να την αφαιρέσουν από την περιουσία μας, όσο αυτή επιδέχεται, ζητώντας και την γνώμη τού Ερμάρχου. Να φροντίσουν και τον Νικάνορα, όπως ακριβώς έκανα εγώ ώστε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, τίποτε από τ’ αναγκαία να μην στερηθούν όσοι από τους φιλοσόφους – όταν είχα ανάγκη – μού συμπαραστάθηκαν με την περιουσία τους και μού έδειξαν όλη την οικειότητά τους και προτίμησαν να γεράσουν μαζί μου φιλοσοφώντας.

……….Να δώσουν όλα τα βιβλία μου στον Έρμαρχο.

……….Εάν, ωστόσο, κάτι ανθρώπινο συμβεί στον Έρμαρχο πριν ενηλικιωθούν τα παιδιά τού Μητροδώρου, τότε ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης – εάν αυτά δείξουν καλή διαγωγή – να τους δώσουν όσα είναι αναγκαία, από τα εισοδήματα που άφησα, στο μέτρο τού δυνατού. Να φροντίσουν και γιά όλα τ’ άλλα, όπως είχαμε συμφωνήσει, ώστε όλα να γίνονται όπως έχουμε αποδεχθεί. Από τους δούλους, αφήνω ελεύθερο τον Μυ, τον Νικία και τον Λύκωνα. Επίσης, ελεύθερη αφήνω και την Φαίδριον.

.

ΤΜΗΜΑ  ΤΕΤΑΡΤΟ

 .

……….Επίκτητος,

……….«Εγχειρίδιον»,

……….κεφάλαιο κδ΄:

.

……….Να μην σε θλίβουν αυτοί οι διαλογισμοί: «εγώ θα ζήσω χωρίς τιμές, όντας κανείς στο πουθενά». Εάν, λοιπόν, η έλλειψη τιμών είναι κακό, δεν δύνασαι να βρεθείς στο κακό εξαιτίας άλλου, και πολύ περισσότερο να βρεθείς στην αισχρότητα. Μήπως είναι δικό σου έργο το να επιτύχεις ένα αξίωμα ή το να προσκληθείς σε μία συνεστίαση; Οπωσδήποτε όχι. Πώς αυτό, λοιπόν, είναι επιπλέον ατιμία; Πώς θα είσαι κανείς στο πουθενά, εσύ που πρέπει να είσαι κάποιος μόνον σε όσα εξαρτώνται από εσένα, στα οποία σου ταιριάζει να έχεις την περισσότερη αξία; Αλλά οι φίλοι σου θα είναι αβοήθητοι; Γιατί λες το «αβοήθητοι»; Δεν θα πάρουν από εσένα ούτε κερματάκι. Ούτε θα τους κάνεις Ρωμαίους πολίτες. Ποιός σου είπε, λοιπόν, ότι αυτά εξαρτώνται από εμάς και δεν είναι αλλότρια έργα; Ποιός δύναται να δώσει σε άλλον αυτά που ο ίδιος δεν έχει; «Απόκτησε, λοιπόν», σου λένε, «ώστε να έχουμε κ’ εμείς». Εάν δύναμαι ν’ αποκτήσω τηρώντας τον εαυτό μου αιδήμονα και πιστό και μεγαλόφρονα, δείξε μου την οδό και θ’ αποκτήσω. Εάν, όμως, έχετε από εμένα την αξίωση ν’ απολέσω τα δικά μου αγαθά, ώστε εσείς να έχετε τα μη αγαθά, κοιτάξτε πόσο είστε άδικοι και αγνώμονες. Τι επιθυμείτε περισσότερο; Αργύρια ή φίλο πιστό και αιδήμονα; Σ’ αυτό, λοιπόν, συμπαρασταθείτε μου περισσότερο και μην έχετε την αξίωση να πράξω εκείνα, μέσω των οποίων θ’ αποβάλω αυτά τ’ αγαθά. «Η πατρίδα, όμως, όσο εξαρτάται από εμένα», σου λένε, «θα μείνει αβοήθητη». Ξαναρωτώ: τι είδους είναι τούτη η βοήθεια; Εξαιτίας μου δεν θα έχει ούτε στοές ούτε βαλανεία. Και τι σημαίνει αυτό; Ούτε υποδήματα έχει εξαιτίας τού χαλκουργού, ούτε όπλα εξαιτίας τού σκυτοτόμου. Είναι αρκετό, όμως, να εκπληρώνει ο καθένας το δικό του έργο. Αν, λοιπόν, προετοίμαζες γι’ αυτήν άλλον έναν πιστό και αιδήμονα πολίτη, καθόλου δεν θα την ωφελούσες; «Ναι». Άρα ούτε εσύ ο ίδιος θα ήσουν ανωφελής γι’ αυτήν. «Ποιόν χώρο, λοιπόν», σου λένε, «θα έχω μέσα στην πολιτεία;». Όποιον χώρο δύνασαι, διαφυλάττοντας συνάμα τον πιστό και αιδήμονα χαρακτήρα σου. Εάν αποβάλεις αυτά, επιθυμώντας να ωφελήσεις την πατρίδα, τι όφελος θα έχει αυτή, αν καταλήξεις αναιδής και άπιστος;

.

……….Επίκτητος,

……….«Εγχειρίδιον»,

……….κεφάλαιο λγ΄:

.

……….Καθόρισε από τώρα γιά τον εαυτό σου έναν χαρακτήρα και τύπο, τον οποίο θα διαφυλάττεις και όταν βρίσκεσαι με τον εαυτό σου και όταν βρίσκεσαι με άλλους ανθρώπους. Τον περισσότερο καιρό να σιωπάς ή να λες τ’ αναγκαία με λίγα λόγια. Σπάνια, όταν σου δοθεί ευκαιρία γιά να μιλήσεις, μίλησε, αλλά γιά τίποτε τυχαίο. Ούτε γιά μονομαχίες ούτε γιά ιπποδρομίες ούτε γιά αθλητές ούτε γιά τροφές ή ποτά – θέματα που συζητιούνται παντού – και μάλιστα ούτε γι’ ανθρώπους, ψέγοντας ή επαινώντας ή συγκρίνοντάς τους. Αν σου είναι δυνατό, οδήγησε με τα λόγια σου προς το κατάλληλο θέμα τα λόγια των συντρόφων σου. Αν τύχει ν’ απομείνεις μεταξύ ξένων, σώπα. Μην γελάς πολύ, ούτε γιά πολλά πράγματα ούτε ακράτητα. Παραιτήσου από όρκους. Αν σου είναι δυνατό, τελείως. Αν όχι, όσο μπορείς. Ν’ αποκρούεις τις συνεστιάσεις που δεν σχετίζονται με την φιλοσοφία και που αφορούν τους κοινούς ανθρώπους. Αν έρθει κάποτε ο καιρός, να εντείνεις την προσοχή σου, ώστε να μην υπορρεύσεις στην θέση των κοινών ανθρώπων. Γνώριζε, λοιπόν, ότι εάν ο εταίρος είναι μολυσμένος, κατ’ ανάγκη μολύνεται κοντά του και αυτός που τον συναναστρέφεται, ακόμη και αν τύχει να είναι καθαρός. Τ’ απαραίτητα γιά το σώμα να τα παίρνεις στον βαθμό που τα χρειάζεσαι, όπως τις τροφές, το ποτό, το αμπέχονο, την οικία, τον υπηρέτη. Διάγραψε όλα όσα αποβλέπουν στην δόξα ή στην τρυφή. Ως προς τις αφροδίσιες απολαύσεις, μείνε κατά το δυνατόν καθαρός προ τού γάμου. Αν δοκιμάσεις, κάνε όσα είναι νόμιμα. Σ’ αυτούς, που κάνουν χρήση των αφροδισίων απολαύσεων, μην γίνεσαι φορτικός ούτε ελεγκτικός. Ούτε παντού ν’ αναφέρεις ότι ο ίδιος δεν κάνεις χρήση αυτών. Αν κάποιος σου αναγγείλει ότι ο δείνα σε κακολογεί, μην απολογείσαι γιά τα λεχθέντα, αλλ’ αποκρίσου ότι «το κάνει επειδή αγνοεί τα υπόλοιπα ελαττώματά μου, αλλιώς δεν θα έλεγε μόνον τούτα». Δεν είναι αναγκαίο να πολυσυχνάζεις στα θέατρα. Αν έρθει κάποτε ο καιρός, δείξε ότι δεν σ’ ενδιαφέρει κανείς άλλος, παρά ο εαυτός σου. Δηλαδή: θέλε να γίνονται μόνον όσα γίνονται, και να νικά μόνον όποιος νικά. Έτσι, λοιπόν, δεν θα συναντάς εμπόδια. Παντελώς ν’ απέχεις από την βοή και από τα γέλια σε βάρος κάποιου και από τις μεγάλες συγκινήσεις, και αφού απαλλαγείς από αυτά, μην λες πολλά γιά όσα έχουν γίνει, τόσα που δεν θα συμβάλουν στην επανόρθωσή σου, γιατί από μιά τέτοια αντίδραση θ’ αφήσεις την εντύπωση ότι θαύμασες το θέαμα. Μην παρευρίσκεσαι ούτε άσκοπα ούτε εύκολα σε ακροάσεις διαφόρων. Αν παρευρεθείς, διαφύλαξε την σεμνότητα και την ευστάθειά σου, και συνάμα μην γίνεσαι φορτικός. Όταν πρόκειται να συναντήσεις κάποιον – και μάλιστα από εκείνους που θεωρούνται ότι υπερέχουν – φέρε στον νου σου τι θα έκανε σ’ αυτή την περίπτωση ο Σωκράτης ή ο Ζήνων, και δεν θα βρεθείς σε αμηχανία ως προς το πώς ταιριάζει να χειριστείς το περιστατικό. Όταν επισκέπτεσαι κάποιον από εκείνους που έχουν μεγάλη δύναμη, φέρε στον νου σου ότι δεν θα τον βρεις κατ’ οίκον, ότι θα σε κλείσουν απ’ έξω, ότι θα σου κλείσουν τις θύρες κατά πρόσωπο, ότι δεν θ’ ασχοληθεί μαζί σου. Αν, παρ’ όλ’ αυτά, οφείλεις να πας, πήγαινε και υπόφερε αυτά που γίνονται και ποτέ μην πεις ο ίδιος στον εαυτό σου ότι «δεν άξιζε τον κόπο», γιατί αυτό είναι χαρακτηριστικό κοινού ανθρώπου και ευεπηρέαστου από τα εξωτερικά πράγματα. Στις συνομιλίες απόφευγε να μνημονεύεις γιά πολλή ώρα και χωρίς μέτρο τα έργα ή τους κινδύνους σου, γιατί δεν είναι τόσο ευχάριστο στους άλλους ν’ ακούν όσα σου συνέβησαν, όσο ευχάριστο είναι σ’ εσένα να μνημονεύεις τους κινδύνους σου. Απόφευγε την πρόκληση γέλιου, γιατί αυτή η συμπεριφορά διολισθαίνει προς εκείνη των κοινών ανθρώπων, και συνάμα είναι ικανή να άρει τον σεβασμό των πλησίον σου προς εσένα. Ωστόσο, είναι επισφαλές να περιπέσει κάποιος και σ’ αισχρολογία. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, αν έχεις την ευκαιρία, επίπληξε εκείνον που περιέπεσε σ’ αισχρολογία. Αν όχι, σιωπώντας κ’ ερυθριάζοντας και σκυθρωπιάζοντας δήλωσε ότι δυσαρεστήθηκες μ’ αυτά τα λόγια.

.

……….Επίκτητος,

……….«Εγχειρίδιον»,

……….κεφάλαιο λε΄:

.

………..Όταν διαγνώσεις ότι κάτι πρέπει να γίνει και το κάνεις, ποτέ μην αποφύγεις να σε δουν ότι το πράττεις, ακόμη και αν οι πολλοί πρόκειται ν’ αντιληφθούν κάτι διαφορετικό γι’ αυτό. Αν, λοιπόν, δεν κάνεις κάτι ορθό, απόφυγε το ίδιο το έργο. Αν κάνεις κάτι ορθό, γιατί φοβάσαι όσους θα σε επιπλήξουν λανθασμένα;

.

……….Επίκτητος,

……….«Εγχειρίδιον»,

……….κεφάλαιο μστ΄:

.

……….Πουθενά μην ονομάσεις φιλόσοφο τον εαυτό σου, ούτε να πολυμιλάς σε κοινούς ανθρώπους γιά τα θεωρήματά σου, αλλά πράττε αυτό που προκύπτει από τα θεωρήματα. Όπως σ’ ένα συμπόσιο: μην λες πώς πρέπει να τρώμε, αλλά τρώε όπως πρέπει. Θυμήσου ότι τόσο πολύ ο Σωκράτης είχε αφαιρέσει από παντού την επιδεικτική τάση, ώστε έρχονταν προς αυτόν επιθυμώντας να τους συστήσει σε φιλοσόφους, κ’ εκείνος τους πήγαινε. Τόσο πολύ ανεχόταν να τον παραβλέπουν. Αν, πάλι, μεταξύ κοινών ανθρώπων γίνει λόγος γιά κάποιο θεώρημα, μείνε πολύ σιωπηλός, επειδή είναι μεγάλος ο κίνδυνος ευθύς να εξεμέσεις αυτό που δεν χώνεψες. Και όταν κάποιος σου πει ότι τίποτε δεν γνωρίζεις κ’ εσύ δεν δαγκωθείς, τότε γνώριζε ότι έχεις αρχίσει το έργο, επειδή και τα πρόβατα δεν φέρνουν χόρτο στους ποιμένες γιά να επιδείξουν πόσο έφαγαν, αλλά όταν μέσα τους χωνέψουν την νομή, φέρνουν έξω το μαλλί και το γάλα. Κ’ εσύ, λοιπόν, μην επιδεικνύεις στους κοινούς ανθρώπους τα θεωρήματα, αλλά τα έργα που προκύπτουν από την πέψη τους.

.

ΤΜΗΜΑ  ΠΕΜΠΤΟ

 .

……….Ησίοδος,

……….«Θεογονία»,

……….στίχοι 104 – 130:

.

……….Χαίρεται, τέκνα τού Δία! Δώστε ωδή θελκτική!

Δοξάστε το ιερό γένος των παντοτινών αθανάτων,

που έγιναν από την Γαία και τον έναστρο Ουρανό και

την ζοφερή Νύχτα, κ’ εκείνους που έθρεψε ο αλμυρός Πόντος.

Πείτε πώς πρώτα οι Θεοί και η Γαία έγιναν

κ’ οι ποταμοί και ο απέραντος πόντος, που μαίνεται με κύματα,

και τ’ άστρα τα λαμπρά και ο ευρύς ουρανός από επάνω,

και ποιοί απ’ αυτούς γεννήθηκαν Θεοί, δότες των αγαθών,

πώς μοίρασαν τα πλούτη και πώς διαχώρισαν τ’ αξιώματα

και πώς πρωτοαπέκτησαν τον πολύπτυχο Όλυμπο.

Αυτά πείτε μου, Μούσες, που τα Ολύμπια δώματα κατέχετε,

απ’ την αρχή, και πείτε μου τι έγινε πρώτο απ’ αυτά.

Απ’ όλα πρώτο έγινε το Χάος κ’ έπειτα η ευρύστερνη Γαία,

η ασφαλής κ’ αιώνια έδρα όλων των αθανάτων,

οι οποίοι κατέχουν την κορφή τού χιονισμένου Ολύμπου,

και τα σκοτεινά Τάρταρα μέσα στα μύχια τής πλατύδρομης γης,

και ο Έρως, ο ωραιότερος απ’ τους αθάνατους Θεούς,

που παραλύει τα μέλη και δαμάζει μέσα στα στήθη τον νου και

την φρόνιμη βούληση όλων των Θεών και όλων των ανθρώπων.

Από το Χάος έγιναν το Έρεβος κ’ η μελανή Νύχτα, κ’ έπειτα

από την Νύχτα έγιναν ο Αιθέρας κ’ η Ημέρα, τους οποίους

γέννησε όταν έμεινε έγκυος απ’ το Έρεβος, από αγάπη

συνουσιαζόμενη μαζί του. Η Γαία πρώτα γέννησε τον

έναστρο Ουρανό, ίσον με αυτή, ώστε να την καλύπτει από παντού,

γιά να γίνει έδρα παντοτινά ασφαλής γιά τους μακάριους Θεούς.

Γέννησε τα μακριά Όρη, χαριτωμένα ενδιαιτήματα Θεών,

των Νυμφών, που κατοικούνε στων ορέων τις κοιλάδες.

.

……….Ησίοδος,

……….«Θεογονία»,

……….στίχοι 404 – 447:

,

……….Η Φοίβη προσήλθε στην κλίνη τού πολυπόθητου Κοίου,

έπειτα συνέλαβε η Θεά μέσα στην αγάπη τού Θεού,

γέννησε την κυανόπεπλη Λητώ, την πάντοτε μειλίχια,

την ήπια με τους ανθρώπους και τους αθάνατους Θεούς,

την εξαρχής γλυκιά, την πιό τρυφερή μέσα στον Όλυμπο.

Γέννησε την περίφημη Αστερία, που ο Πέρσης κάποτε

οδήγησε στο μέγα δώμα, αγαπητή γυναίκα του

ονομάζοντάς την. Αυτή έμεινε έγκυος, γέννησε την Εκάτη,

που ο Κρονίδης Ζευς τίμησε πάνω απ’ όλους, δώρα λαμπρά

τής χάρισε, γιά να έχει μέρισμα στην γη και στην ατρύγητη

θάλασσα, αυτήν, που έλαβε τιμές και απ’ τον έναστρο ουρανό

και είναι η πλέον τιμημένη απ’ τους αθάνατους Θεούς,

αφού τώρα – όταν κάποιος επίγειος άνθρωπος ωραίες θυσίες

προσφέρει και κατά τα ήθη εξιλεώνεται – επικαλείται την

……….Εκάτη. Σ’ εκείνον, τού οποίου τις προσευχές ευνοϊκά

θα υποδεχτεί η Θεά, εύκολα ανταποδίδει πολλή τιμή

και στέλνει ευτυχία, επειδή έχει την δύναμη, αφού

όσοι γεννήθηκαν απ’ την Γαία και τον Ουρανό κ’

έλαβαν κάποια τιμή, όλοι τους τής έδωσαν μερίδιο,

ενώ ποτέ ο Κρονίδης δεν άσκησε βία επάνω της ούτε

τής στέρησε όσα έλαχαν στους Τιτάνες και στους πρώτους

Θεούς, αλλά κατέχει όσα εξαρχής το πρώτο μοίρασμα

τής έδωσε, προνόμια σε γη, σε ουρανό και θάλασσα,

ενώ η Θεά δεν έλαβε λιγότερες τιμές, όντας μονογενής,

αλλ’ ακόμη πιό πολλές, εφόσον ο Ζευς την τιμά.

Σ’ όποιον θέλει ισχυρά συμπαραστέκεται και τον ωφελεί.

Στις δίκες κάθεται κοντά στους σεβαστούς βασιλείς,

όποιον θέλει αναδεικνύει στις λαϊκές συνελεύσεις,

όποτε οι άνδρες θωρακίζονται γιά τον ανδροκτόνο

πόλεμο, εκεί παραστέκεται η Θεά και πρόθυμα δίνει

την νίκη και παρέχει την δόξα σε όποιους θέλει.

Αίσια είναι, πάλι, όποτε οι άνδρες αγωνίζονται στ’

αθλήματα. Εκεί η Θεά συμπαραστέκεται και ωφελεί.

Όποιος νικήσει με ισχύ και δύναμη, παίρνει εύκολα και

με χαρά τ’ ωραίο έπαθλο, δίνοντας δόξα στους γονείς του.

Αίσια παραστέκεται και στους ιππείς, σ’ όποιους θελήσει.

Σ’ αυτούς, πάλι, που εργάζονται στην ταραγμένη γλαυκή

και προσεύχονται στην Εκάτη και στον βροντόκτυπο

Γαιοσείστη, η ένδοξη Θεά παρέχει εύκολα πολύ αλίευμα,

ενώ εύκολα το αφαιρεί – και ας φαινόταν δικό τους – όταν

το επιθυμήσει. Αίσια είναι και στις μάνδρες, μαζί με τον

Ερμή, αυξάνοντας τις αγέλες. Όταν το επιθυμήσει, κάνει

πολλά τα λίγα, και λίγα τα πολλά κοπάδια των βοδιών και

τα πλατιά κοπάδια των αιγών και των πυκνόμαλλων αρνιών.

.

ΤΜΗΜΑ  ΕΚΤΟ

.

……….Ισοκράτης,

……….«Η δεύτερη επιστολή προς τον Φίλιππο»:

.

……….Συζήτησα, βέβαια, και με τον Αντίπατρο γιά τα συμφέροντα τής πόλης και γιά τα δικά σου, πείστηκα επαρκώς και θέλησα να γράψω και σ’ εσένα γιά όσα νομίζω ότι πρέπει να γίνουν μετά από την ειρήνη, παραπλήσια μ’ εκείνα που έγραψα στον λόγο μου, αλλά πολύ συνοπτικότερα.

……….Εκείνη την εποχή σε συμβούλευα ότι έπρεπε να συμφιλιώσεις την πόλη μας με τις πόλεις των Λακεδαιμονίων, των Θηβαίων και των Αργείων, ώστε να επέλθει ομόνοια στους Έλληνες, πιστεύοντας ότι, αν πείσεις τις σημαντικότερες πόλεις να έχουν τέτοιο φρόνημα, ταχέως θ’ ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες. Τότε, όμως, οι περιστάσεις ήταν άλλες, ενώ τώρα συμβαίνει να μην χρειάζεται να πείσεις κανέναν, επειδή ο ένοπλος αγώνας που έγινε, αναγκάζει τους πάντες να έχουν σωστή φρόνηση και να επιθυμούν όσα υποθέτουν ότι κ’ εσύ επιθυμείς να πράττεις και να λες, ότι δηλαδή πρέπει να πάψουν την μανία και την πλεονεξία που είχαν μεταξύ τους και να εξαγάγουν τον πόλεμο στην Ασία.

……….Πολλοί, λοιπόν, με ρωτούν αν εγώ σε παρακίνησα να κάνεις την εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων ή αν εσύ το σκέφτηκες κ’ εγώ συμφώνησα, αλλά εγώ αποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω την σαφή απάντηση, επειδή δεν σε συνάντησα πρωτύτερα, καίτοι νομίζω ότι εσύ είχες αποφασίσει γι’ αυτά κ’ εγώ συνυποστήριξα τις επιθυμίες σου. Αυτά ακούγοντας, όλοι με παρακαλούσαν να σε παρακινήσω και να σε προτρέψω να επιμείνεις σ’ αυτά που έχεις αποφασίσει, αφού ουδέποτε θα γίνονταν ούτε καλύτερα ούτε ωφελιμότερα έργα γιά τους Έλληνες, ούτε θα παρουσιαζόταν καταλληλότερη ευκαιρία.

……….Αν, λοιπόν, είχα την ίδια με παλαιότερα δύναμη και αν δεν ήμουν εντελώς εξασθενημένος, δεν θα σου μιλούσα μέσω επιστολής, αλλά θα ήμουν ο ίδιος παρών γιά να σε παροτρύνω και να σε παρακαλέσω να πράξεις αυτά. Τώρα, όμως, όσο δύναμαι σε προτρέπω να μην τα παραμελήσεις πριν τα περατώσεις. Δεν είναι, βέβαια, καλό να είναι κάποιος άπληστος και γιά άλλα πράγματα, επειδή μεταξύ των πολλών ευδοκιμούν οι μετριοπαθείς, αλλά το να επιθυμεί κάποιος μεγάλη και ωραία δόξα και ουδέποτε να ικανοποιείται πλήρως, ταιριάζει σ’ όσους πολύ υπερέχουν έναντι των άλλων, όπως ακριβώς συμβαίνει μ’ εσένα. Σκέψου, λοιπόν, ότι τότε θ’ αποκτήσεις ανυπέρβλητη και αντάξια των πεπραγμένων σου δόξα, όταν αναγκάσεις τους βάρβαρους – εκτός από εκείνους που θ’ αγωνιστούν μαζί σου – να ειλωτεύουν στους Έλληνες, και όταν κάνεις τον βασιλιά, που τώρα προσαγορεύεται «μέγας», να πράττει οτιδήποτε εσύ τού προστάζεις. Τίποτε άλλο, λοιπόν, δεν θ’ απομένει ακόμη, παρά να γίνεις θεός.

……….Η περάτωση αυτών των πραγμάτων από το σημείο που βρίσκεσαι τώρα είναι πολύ ευκολότερη απ’ όσο ήταν η άνοδός σου από την βασιλεία – που εξ αρχής σας ανήκε – προς την δύναμη και την δόξα που έχεις τώρα. Μόνον αυτή την χάρη χρωστώ στα γηρατειά μου: ότι ο βίος μου έφτασε σ’ αυτό το σημείο ώστε από εκείνα, που όντας νέος σκεφτόμουν κ’ επιχείρησα να γράψω και στον Πανηγυρικό λόγο και στον λόγο που σου έστειλα, κάποια παρατηρώ τώρα ήδη να πραγματοποιούνται μέσω των πράξεών σου, και κάποια άλλα ελπίζω ότι θα πραγματοποιηθούν.

.

……….Ισοκράτης,

……….«Περί Βασιλείας»,

……….απόσπασμα:

.

……….Γιά τους απόλυτους άρχοντες, όμως, κανένα τέτοιο μέσο εκπαίδευσης δεν υπάρχει, αλλά εκείνοι που θα έπρεπε να εκπαιδεύονται περισσότερο από τους άλλους, όταν κατασταθούν στην εξουσία, διατελούν ανουθέτητοι, γιατί οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δεν τους πλησιάζουν, ενώ όσοι τους περιστοιχίζουν, μιλούν με σκοπό να τους ευχαριστήσουν. Πράγματι, όταν γίνουν κύριοι και πολλών υλικών αγαθών και μεγίστων πρακτικών δυνατοτήτων, επειδή δεν χρησιμοποιούν καλά αυτές τις συγκυρίες, κάνουν πολλούς ν’ αμφισβητούν γιά το αν είναι προτιμότερο να επιλέξουν τον βίο των ιδιωτών – που βρίσκονται σε μέση οικονομική κατάσταση – ή τον βίο των απόλυτων αρχόντων.

……….Όταν οι πολίτες παρατηρήσουν τις τιμές, τον πλούτο και την εξουσία, όλοι θεωρούν ισόθεους τους μονάρχες, αλλά όταν θυμηθούν τους φόβους και τους κινδύνους, και όταν εξετάσουν διεξοδικά πώς κάποιοι μονάρχες φονεύτηκαν από εκείνους που δεν έπρεπε, πώς αναγκάστηκαν να βλάψουν τα πιό οικεία πρόσωπά τους, ή πώς σε κάποιους συνέβησαν και τα δύο, τότε θεωρούν λυσιτελέστερο να ζουν κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, παρά – μέσα σε τέτοιες συμφορές – να βασιλεύουν σε ολόκληρη την Ασία.

……….Αίτιο αυτής τής ανωμαλίας και τής ταραχής είναι η πίστη ότι η βασιλεία – όπως ακριβώς η ιεροσύνη – ταιριάζουν σε όλους τους άνδρες, ενώ η βασιλεία είναι το μέγιστο των ανθρωπίνων πραγμάτων και απαιτεί την μεγαλύτερη πρόνοια. Γιά καθεμιά, λοιπόν, πράξη, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο κάποιος δύναται να διοικεί, διαφυλάττοντας τ’ αγαθά και αποφεύγοντας τις συμφορές, είναι έργο τού άμεσου περιβάλλοντός σου να σε συμβουλεύει. Γιά το σύνολο των ενασχολήσεων, γιά τις οποίες χρειάζεται να στοχάζεσαι, και γιά όσα πρέπει να φροντίζεις, εγώ θ’ αποπειραθώ να σου μιλήσω διεξοδικά.

.

ΤΜΗΜΑ  ΕΒΔΟΜΟ

 .

……….Λουκιανός,

……….«Περί Θυσιών»,

……….απόσπασμα:

.

……….Παρόμοια τραγουδούν και γιά την Ήρα, η οποία γέννησε – χωρίς να συνευρεθεί με άνδρα – τον ανεμοδαρμένο γιό της, τον Ήφαιστο, όχι ιδιαίτερα ευτυχή, αλλά εργάτη και χαλκουργό και φλογοκαμμένο, που πάντοτε ζει μέσα στον καπνό και πλέει στους σπινθήρες, σαν καμινευτής, όντας ανάπηρος και στα πόδια, επειδή έμεινε χωλός από την πτώση, όταν ο Δίας τον έρριξε από τον ουρανό, και αν δεν τον υποδέχονταν οι Λήμνιοι καθώς ακόμη έπεφτε – και καλά έκαναν – θα είχε πεθάνει ο Ήφαιστός μας, όπως ακριβώς ο Αστυάναξ, όταν έπεσε από τον πύργο. Ωστόσο, είναι μετρίως υποφερτά όσα λέγονται γιά τον Ήφαιστο. Όσο γιά τον Προμηθέα, ποιός δεν γνωρίζει τι έπαθε, επειδή ήταν υπερβολικά φιλάνθρωπος; Αυτόν, πάλι, ο Δίας τον οδήγησε στην Σκυθία και τον ανασταύρωσε πάνω στον Καύκασο κ’ έστησε δίπλα του τον αετό γιά να του τρώει καθημερινά το ήπαρ.

……….Έτσι, λοιπόν, εκτέλεσε την καταδίκη. Η Ρέα, όμως – γιατί μάλλον και αυτά πρέπει να πω – πώς δεν ντρέπεται να κακοπράττει, γριά γυναίκα ήδη και περασμένης ηλικίας και τόσων Θεών μητέρα, να ερωτεύεται παιδιά ακόμη και να τα ζηλεύει και να περιφέρει τον Άττη επάνω σε λιοντάρια και όλα τούτα χωρίς εκείνος να δύναται να της είναι χρήσιμος σε κάτι; Πώς, λοιπόν, κάποιος να μην μέμφεται ακόμη και την Αφροδίτη, που μοιχεύεται, ή την Σελήνη, που κατεβαίνει στον Ενδυμιώνα αφήνοντας τον δρόμο της στην μέση;

……….Ας αφήσουμε, όμως, αυτά τα λόγια και ας ανέλθουμε στον ίδιο τον ουρανό, πετώντας ποιητικά, ακολουθώντας την οδό τού Ομήρου και τού Ησιόδου, ώστε να δούμε πώς έχει διακοσμηθεί καθένα από τ’ ανώτερα. Ότι ο ουρανός εξωτερικά είναι χάλκινος, ακούσαμε να το λέει πριν από εμάς και ο Όμηρος. Όταν, όμως, κάποιος ανεβεί και σκύψει λίγο προς το επάνω μέρος και απλά βρεθεί στα νώτα του, το φως φαίνεται λαμπρότερο, ο ήλιος καθαρότερος, τα άστρα διαυγέστερα, τα πάντα είναι ημέρα και το δάπεδο είναι χρυσό. Μπαίνοντας, πρώτα κατοικούν οι Ώρες, επειδή είναι πυλωροί. Έπειτα η Ίρις και ο Ερμής, που είναι υπηρέτες και αγγελιαφόροι τού Δία. Μετά βρίσκεται το χαλκουργείο τού Ηφαίστου, κατάμεστο από κάθε είδους έργα τέχνης. Ύστερα είναι οι κατοικίες των Θεών και τα ανάκτορα τού Δία, όλα περικαλλή, κατασκευάσματα τού Ηφαίστου. «Οι Θεοί κάθονται κοντά στον Δία» – νομίζω ότι, εφόσον βρίσκομαι ψηλά, πρέπει να μιλώ μεγαλόπρεπα – επιθεωρούν την γη και σκύβοντας παντού επιβλέπουν, μήπως κάπου δουν αναμμένο πυρ ή κνίσα που ανεβαίνει και «ελίσσεται γύρω από καπνό». Αν, λοιπόν, κάποιος θυσιάζει, όλοι αγαλιάζουν με το στόμα ανοιχτό προς τον καπνό, πίνοντας σαν τις μύγες το αίμα που χύνεται στους βωμούς. Εάν, όμως, τρώνε στην κατοικία τους, το δείπνο είναι νέκταρ και αμβροσία. Παλαιότερα και μερικοί άνθρωποι συνέτρωγαν και συνέπιναν μ’ αυτούς: ο Ιξίων και ο Τάνταλος. Επειδή, όμως, ήταν υβριστές και φλύαροι, εκείνοι ακόμη και τώρα κολάζονται, ενώ ο ουρανός έγινε άβατος και απροσπέλαστος γιά το θνητό γένος.

………..Αυτός είναι ο βίος των Θεών, οπότε και οι άνθρωποι εξασκούν στις θρησκείες τους πράγματα ανάλογα και συνακόλουθα με αυτά. Πρώτα περιέφραξαν δάση και αφιέρωσαν όρη, καθαγίασαν όρνεα και τίμησαν φυτά στο όνομα καθενός Θεού. Μετά, μοιρασμένοι σε έθνη, τους λάτρευαν και τους ονόμαζαν συμπολίτες τους. Έτσι οι κάτοικοι των Δελφών και τής Δήλου έχουν τον Απόλλωνα, οι Αθηναίοι την Αθηνά – η οικειότητα μαρτυρείται από το όνομα – και οι Αργείοι την Ήρα, οι Μυγδόνιοι την Ρέα και οι Πάφιοι την Αφροδίτη. Οι Κρήτες, ωστόσο, δεν λένε μόνον ότι ο Δίας γεννήθηκε και ανατράφηκε κοντά τους, αλλά δείχνουν και τον τάφο του! Άρα εμείς έχουμε εξαπατηθεί που τόσο καιρό νομίζουμε ότι ο Δίας βροντά και βρέχει κ’ επιτελεί όλα τ’ άλλα, ενώ αυτός – χωρίς να το γνωρίζουμε – έχει πεθάνει από καιρό και βρίσκεται θαμμένος στα μέρη των Κρητών!

.

……….Λουκιανός,

……….«Δραπέται»:

 .

……….ΑΠΟΛΛΩΝ: Αλήθεια είναι, πατέρα, αυτά που λένε γιά έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ότι έπεσε μέσα στην φωτιά, απέναντι από τον ναό σου, στην Ολυμπία; Δεν ήταν από εκείνους τους επιτήδειους θαυματοποιούς; Η Σελήνη μάς το διηγήθηκε. Είπε ότι η ίδια τον είδε να καίγεται.

……….ΖΕΥΣ: Είναι εντελώς αληθινό, Απόλλωνα. Μακάρι να μην είχε γίνει.

……….ΑΠΟΛΛΩΝ: Μήπως ήταν τόσο καλός άνθρωπος ο γέροντας, που δεν του άξιζε να χαθεί στην φωτιά;

……….ΖΕΥΣ: Ίσως να ήταν. Εγώ, όμως, θυμάμαι ότι αηδίασα πολύ όταν πνίγηκα από την βρόμα που μου έφερναν οι ψημένες ανθρώπινες σάρκες. Αν, λοιπόν, δεν έφευγα αμέσως γιά την Αραβία, θα χανόμουν – να το ξέρεις – από την ανοησία με τον καπνό. Και όμως, μέσα σε τόση ευωδιά και αφθονία αρωμάτων και πολύ λιβάνι, μόλις που ξέχασε κ’ έδιωξε η μύτη μου εκείνη την δυσάρεστη μυρωδιά, αλλά λίγο θέλω γιά να ζαλιστώ όταν την θυμηθώ.

……….ΑΠΟΛΛΩΝ: Τι, λοιπόν, ήθελε εκείνος ο άνθρωπος, Δία μου, κ’ έκανε στον εαυτό του τέτοια πράγματα; Τι καλό υπάρχει, τέλος πάντων, στην απανθράκωση κάποιου που πέφτει στην φωτιά;

……….ΖΕΥΣ: Μήπως, πριν απ’ αυτόν, και ο Εμπεδοκλής δεν καταδίκασε, παιδί μου, τον εαυτό του, πέφτοντας και ο ίδιος στους κρατήρες τής Σικελίας;

……….ΑΠΟΛΛΩΝ: Αναφέρεσαι σε κάποια φοβερή μελαγχολία. Αυτός εδώ, όμως, γιά ποιόν λόγο να είχε μία τέτοια επιθυμία;

……….ΖΕΥΣ: Θα σου πω τον λόγο που εκφώνησε μπροστά στους πανηγυριστές, απολογούμενος σ’ αυτούς γιά τον θάνατό του. Αν θυμάμαι καλά, λοιπόν, είπε ότι… Αλλά, ποιά είναι τούτη, που πλησιάζει βιαστικά, ταραγμένη και δακρύβρεκτη, και που μοιάζει τόσο αδικημένη; Μάλλον είναι η Φιλοσοφία. Φωνάζει τ’ όνομά μου και παραπονιέται. Γιατί κλαις, κόρη μου; Γιατί άφησες τον κόσμο κ’ έφτασες εδώ; Μήπως οι ηλίθιοι σ’ επιβουλεύτηκαν ξανά, όπως παλιότερα, τότε που σκότωσαν τον Σωκράτη, τον οποίον κατηγόρησε ο Άνυτος; Γι’ αυτό φεύγεις μακριά τους;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Τίποτε τέτοιο, πατέρα. Εκείνοι, ο πολύς λαός, μ’ επαινούσε, με τιμούσε, με σεβόταν, με θαύμαζε και σχεδόν με προσκυνούσε, αν και δεν πολυκαταλάβαινε όσα έλεγα. Οι άλλοι, όμως, οι – πώς να τους πω; – οι κολλητοί μου και όσοι λένε ότι είναι φίλοι μου και δανείζονται τ’ όνομά μου, εκείνοι μου έκαναν τα πιό φοβερά πράγματα.

……….ΖΕΥΣ: Μήπως οι φιλόσοφοι σ’ επιβουλεύτηκαν;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Καθόλου, πατέρα. Και τούτοι την πλήρωσαν μαζί μ’ εμένα.

……….ΖΕΥΣ: Από ποιούς αδικήθηκες, εάν δεν κατηγορείς ούτε τους ηλίθιους ούτε τους φιλοσόφους;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Υπάρχουν μερικοί, Δία μου, που βρίσκονται ανάμεσα στο πλήθος και τους φιλοσόφους, όμοιοί μου στην ενδυμασία, στο βλέμμα και στο βάδισμα. Εφοδιασμένοι όπως εγώ. Έχουν, λοιπόν, την αξίωση να είναι οπαδοί μου και να κάνουν χρήση τού ονόματός μου και να ονομάζονται μαθητές και σύντροφοι και θιασώτες μου. Η ζωή τους, όμως, είναι πολύ βρομερή, γεμάτη από αμάθεια, θράσος και ασέλγεια, κάτι που αποτελεί προσβολή γιά μένα. Απ’ αυτούς αδικήθηκα, πατέρα, κ’ έφυγα.

……….ΖΕΥΣ: Αυτά είναι φοβερά, κόρη μου! Αλλά κυρίως πού σε αδίκησαν;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Κοίταξε, πατέρα, αν αδικήθηκα λίγο. Εσύ, όταν παρατήρησες ότι ο κόσμος ήταν γεμάτος από αδικία και παρανομία, ότι υπάρχει αμάθεια και προσβολή και ο κόσμος ταράζεται από τούτα, λυπήθηκες το ανθρώπινο γένος, που παρασυρόταν από την άγνοια, κ’ έστειλες εμένα, δίνοντάς μου την εντολή να φροντίσω ώστε οι άνθρωποι να σταματήσουν ν’ αδικούν ο ένας τον άλλον και ν’ ασκούν βία και να ζουν σαν τα θηρία, κ’ έπειτα να στραφούν προς την αλήθεια και να συγκατοικούν ειρηνικότερα. Ενώ μ’ έστελνες, μου είπες: «Βλέπεις κ’ εσύ, κόρη μου, τι κάνουν οι άνθρωποι και σε ποιά κατάσταση βρίσκονται εξαιτίας τής αμάθειας. Εγώ τους λυπάμαι και διάλεξα εσένα, μέσα απ’ όλους, και σε στέλνω γιά να τους γιατρέψεις, εσένα, που νομίζω ότι είσαι η μόνη που μπορεί να γιατρέψει αυτά που γίνονται».

……….ΖΕΥΣ: Γνωρίζω ότι πολλά – καθώς και αυτά – σου είπα τότε. Εσύ, όμως, λέγε τώρα όσα έγιναν μετά απ’ αυτά: πώς σε δέχτηκαν όταν αρχικά πέταξες κοντά τους, και τι έχεις πάθει τώρα απ’ αυτούς;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Δεν πήγα, λοιπόν, πατέρα, κατευθείαν στους Έλληνες, αλλά πρώτα θέλησα ν’ ασχοληθώ μ’ εκείνο το έργο, το οποίο μού φάνηκε δυσκολότερο, δηλαδή την εκπαίδευση και την διδασκαλία των βαρβάρων. Νόμιζα ότι το ελληνικό γένος εύκολα υπακούει και γρήγορα δέχεται το χαλινάρι και υποτάσσεται στον ζυγό. Πρώτα, λοιπόν, εξόρμησα στους Ινδούς, ένα πολύ μεγάλο έθνος τού κόσμου, κ’ εύκολα τους έπεισα να κατεβούν απ’ τους ελέφαντες και να με συναναστραφούν. Έτσι, κατάφερα ώστε ολόκληρο το γένος των Βραχμάνων – που συνορεύει με τους Νεχραίους και τους Οξυδράκες – όλοι αυτοί να υποταχθούν σ’ εμένα και να ζουν σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο και να τιμώνται απ’ όλους τους γείτονές τους και να πεθαίνουν με κάποιον παράδοξο τρόπο.

……….ΖΕΥΣ: Μιλάς γιά τους γυμνοσοφιστές. Άκουσα και άλλα γι’ αυτούς και ότι ανάβουν πολύ μεγάλη φωτιά και ανέχονται να καίγονται σ’ αυτήν χωρίς ούτε καν την στάση ή την θέση τους ν’ αλλάζουν. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι σπουδαίο. Πρόσφατα είδα κ’ εγώ να γίνεται κάτι παρόμοιο στην Ολυμπία. Νομίζω, μάλιστα, ότι κ’ εσύ ήσουν παρούσα όταν καιγόταν ο γέροντας.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ούτε καν πήγα στην Ολυμπία, πατέρα, επειδή φοβόμουν εκείνους τους καταραμένους, γιά τους οποίους σού είπα, γιατί πολλούς απ’ αυτούς είδα να πηγαίνουν εκεί γιά να βρίσουν τους συγκεντρωμένους και να γεμίσουν με κραυγές τον οπισθόδομο. Έτσι, δεν είδα πώς πέθανε εκείνος. Μετά από τους Βραχμάνες, πήγα κατευθείαν στην Αιθιοπία κ’ έπειτα στην Αίγυπτο. Συναναστράφηκα τους ιερείς και τους προφήτες τους, τους εκπαίδευσα στην θεολογία και μετά έφυγα γιά την Βαβυλώνα, όπου μύησα τους Χαλδαίους μάγους, και από εκεί πήγα στην Σκυθία, έπειτα στην Θράκη, όπου δίδαξα τον Εύμολπο και τον Ορφέα, τους οποίους κ’ έστειλα πριν από μένα στην Ελλάδα, τον πρώτο, τον Εύμολπο, γιά να τους διδάξει τις ιερές τελετές, αφού από εμένα διδάχτηκε όλη την θεολογία, και τον δεύτερο γιά να τους φέρει πιό κοντά στην μουσική. Εγώ αμέσως τους ακολούθησα κατά πόδας. Όταν, λοιπόν, πρωτοπήγα στους Έλληνες, ούτε πολύ πρόθυμα με δέχτηκαν, ούτε με απέρριψαν εντελώς. Σιγά-σιγά άρχισα να τους συναναστρέφομαι και – απ’ όλους – έφερα κοντά μου επτά φίλους και μαθητές, καθώς κ’ έναν απ’ την Σάμο κ’ έναν απ’ την Έφεσο κ’ έναν άλλον απ’ τα Άβδηρα. Λίγους, ωστόσο. Μαζί μ’ αυτούς, όμως, δεν ξέρω πώς, αλλά κόλλησε κοντά μου και το είδος των σοφιστών, που δεν έχει βαθύ ζήλο γιά τις διδασκαλίες μου, αλλά δεν τις αποκρούει και παντελώς. Μοιάζουν με την γενιά των Ιπποκενταύρων, που είναι κάτι σύνθετο και μικτό. Πλανώνται ανάμεσα στην αλαζονεία και στην φιλοσοφία, δεν είναι τελείως προσκολλημένοι στην άγνοια, αλλά ούτε μπορούν να με προσέξουν με σταθερή ματιά. Μοιάζουν μ’ εκείνους που πάσχουν στα μάτια και πότε βλέπουν ένα ασαφές και αμυδρό είδωλο, πότε μία σκιά, αλλά νομίζουν ότι κατανοούν επακριβώς τα πάντα. Απ’ αυτούς, λοιπόν, άναψε εκείνη η άχρηστη και περιττή σοφία – που οι ίδιοι θεωρούν ακαταμάχητη – καθώς και οι κομψές και άστοχες και άτοπες αποκρίσεις, και οι δυσνόητες και λαβυρινθώδεις ερωτήσεις. Έπειτα, όταν εμποδίζονταν κ’ ελέγχονταν από τους φίλους μου, αγανακτούσαν και ξεσηκώνονταν εναντίον τους και τελικά τους οδηγούσαν στα δικαστήρια και τους παρέδιδαν γιά να πιούν το κώνειο. Ίσως τότε να έπρεπε να φύγω αμέσως και να μην ανεχτώ πλέον την συναναστροφή τους, αλλά ο Αντισθένης και ο Διογένης και – μετά από λίγο – ο Κράτης κ’ εκείνος ο Μένιππος μ’ έπεισαν να παραμείνω ακόμη λίγο. Μακάρι να μην το είχα κάνει, γιατί δεν θα τα πάθαινα έπειτα όλα τούτα.

……….ΖΕΥΣ: Δεν μου λες, όμως, Φιλοσοφία, πού αδικήθηκες, αλλά μόνον αγανακτείς.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Άκουσε, λοιπόν, Δία μου, το μέγεθος τού προβλήματος. Υπάρχει ένα βρομερό γένος ανθρώπων, κυρίως δούλοι και εργάτες, που – από την παιδική του ηλικία – δεν είχε σχέση μ’ εμένα, εξαιτίας των ασχολιών του. Αυτοί ήταν δούλοι ή εργάτες ή μάθαιναν άλλες τέχνες, συνηθισμένες σ’ αυτούς, όπως η υποδηματοποιία, η ξυλουργική, η πλυντική ή η εριουργία, γιά να μπορούν οι γυναίκες ευκολότερα να κατεργάζονται, να γνέθουν, να κλώθουν και να υφαίνουν το μαλλί. Αυτά μαθαίνοντας από την παιδική ηλικία, δεν γνώριζαν ούτε καν το όνομά μου. Όταν άρχισαν να γίνονται άνδρες και κατανόησαν τον σεβασμό, με τον οποίον ο λαός αντιμετώπιζε τους φίλους μου, καθώς και πόσο οι άνθρωποι ανέχονται την ελευθεροστομία των φίλων μου, και πόσο χαίρονται με την φροντίδα τους και πείθονται στις συμβουλές τους και υποχωρούν στις τιμωρίες τους, θεώρησαν ότι όλα τούτα δεν είναι και μικρή εξουσία. Το να μάθουν, όμως, όσα χρειάζονται σ’ αυτή την εργασία, απαιτεί πολύ χρόνο, αν δεν είναι εντελώς αδύνατο γι’ αυτούς. Οι ευτελείς τέχνες τους, πάλι, μόλις και μετά κόπου μπορούσαν να τους παρέχουν τ’ απαιτούμενα γιά να ζουν. Γιά ορισμένους, εξάλλου, η δουλεία ήταν βαριά και φαινόταν αφόρητη. Κ’ έτσι είναι. Σκέφτηκαν, λοιπόν, να ρίξουν την τελευταία άγκυρα, αυτήν που οι ναυτικοί ονομάζουν «ιερή». Προσορμίστηκαν, έτσι, στο καλύτερο λιμάνι: αυτό τής οκνηρίας. Επιπλέον, πήραν μαζί τους το θράσος, την αμάθεια και την ξεδιαντροπιά, που είναι οι καλύτεροι συναγωνιστές τους, και μελέτησαν καινούργιες βρισιές, γιά να τις έχουν πρόχειρες στο στόμα. Αυτές είναι η μόνη συμβολή τους. Είδες τι ωραία εφόδια γιά την φιλοσοφία; Ντύνουν και στολίζουν τους εαυτούς τους όπως πρέπει, ώστε να μου μοιάζουν, σαν εκείνον τον όνο τής Κύμης, που – όπως αναφέρει ο Αίσωπος – φόρεσε μία λεοντή, έβγαλε τραχύ μουγκρητό και είχε την αξίωση να είναι και αυτός λιοντάρι. Και ίσως να βρέθηκαν και μερικοί που τον πίστεψαν! Η εξωτερική μου εμφάνιση, όπως γνωρίζεις, αντιγράφεται εύκολα και είναι απλή στην μίμηση – μιλώ γιά όσα φαίνονται – και δεν χρειάζεται πολύς κόπος γιά να φορέσουν έναν μανδύα, να κρεμάσουν ένα σακκούλι, να κρατήσουν ένα ραβδί και να ξεφωνίζουν, ή μάλλον να μουγκρίζουν ή να γαυγίζουν, και να βρίζουν τους πάντες, γιατί ο σεβασμός προς την εμφάνιση θα τους παρέχει ασφάλεια, και τίποτε δεν θα πάθουν γι’ αυτή την συμπεριφορά τους. Η ελευθερία έρχεται αυτόματα, χωρίς την θέληση τού κυρίου τους, ο οποίος, ακόμη και αν αποφασίσει να τους αρπάξει, θα εισπράξει χτυπήματα από το ραβδί τους. Το ψωμί άφθονο. Όχι απλό και κρίθινο. Γιά προσφάι όχι παστό ή θύμος, αλλά κάθε είδους κρέατα και γλυκόπιοτο κρασί. Και χρήματα; Απ’ όποιον θέλουν. Φορολογούν το κοινό τους ή – όπως οι ίδιοι λένε – «κουρεύουν τα πρόβατα», γιά να τους δώσουν πολλά, είτε από σεβασμό προς την εμφάνισή τους, είτε από φόβο, γιά να μην ακούσουν κακίες. Νομίζω, επίσης, ότι σκέφτηκαν και το άλλο: ότι θα εμφανίζονται όπως οι πραγματικοί φιλόσοφοι, αφού κανείς δεν θα υπάρξει γιά να τους ξεχωρίσει και να τους διακρίνει εάν έστω εξωτερικά είναι όμοιοι μ’ εκείνους. Κατ’ αρχήν, λοιπόν, δεν δέχονται ούτε καν έλεγχο. Εάν κάποιος τους ρωτήσει κάτι με κοσμιότητα και συντομία, αμέσως ξεφωνίζουν και καταφεύγουν στο λημέρι τους, την βρισιά, ενώ έχουν πρόχειρο το ραβδί τους. Εάν αναζητήσεις τα έργα τους, βρίσκεις λόγια πολλά, και αν θελήσεις να κρίνεις τα λόγια τους, σου ζητούν να παρατηρήσεις την ζωή τους. Έτσι, λοιπόν, η κάθε πόλη έχει γεμίσει από τέτοιου είδους απάτες, και ιδιαίτερα απ’ όσους εμφανίζονται ως οπαδοί τού Διογένη, τού Αντισθένη και τού Κράτητα, ακόλουθους τού σκύλλου, που κανέναν ζήλο δεν δείχνουν γιά το χρήσιμο μέρος τής φύσης τού σκύλλου, δηλαδή την ικανότητα τής φύλαξης, τής επίβλεψης τής κατοικίας, τής αγάπης προς το αφεντικό και τής ισχυρής μνήμης, αλλά έχουν εξασκηθεί επακριβώς στο γαύγισμα, στην λαιμαργία, στην αρπαγή, στην συχνή συνουσία, στην κολακεία, στο κούνημα τής ουράς προς όποιον δίνει τροφή και στο περιτριγύρισμα τού τραπεζιού. Σε λίγο θα δεις τι πρόκειται να γίνει. Όλοι οι εργάτες θα ξεσηκωθούν και θ’ αφήσουν έρημες τις τέχνες, όταν δουν ότι οι ίδιοι καταπονούνται και κουράζονται από την αυγή μέχρι το βράδυ, σκυμμένοι επάνω στις δουλειές τους, μετά βίας αποζώντας από τον μισθό τους, ενώ οι ακαμάτηδες και οι αγύρτες ζουν μέσα σε κάθε αφθονία, ζητούν καταπιεστικά, παίρνουν αμέσως, αγανακτούν όταν δεν πάρουν, δεν ευχαριστούν ακόμη και όταν πάρουν. Αυτά θα τους φανούν σαν την ζωή στην εποχή τού Κρόνου και θα νομίσουν ότι το μέλι από τον ουρανό ρέει άφθονο στα στόματα των άλλων. Η κατάσταση δεν θα ήταν τόσο άσχημη, εάν οι άλλοι δεν με πρόσβαλλαν περισσότερο. Αυτοί, λοιπόν, που εξωτερικά και δημόσια φαίνονται σεμνοί και σκυθρωποί, αν βρουν ή ελπίσουν ότι θα βρουν κάποιον όμορφο νεαρό ή κάποια ωραία γυναίκα, καλύτερα ν’ αποσιωπήσω αυτά που κάνουν! Μερικοί αρπάζουν και τις γυναίκες αυτών που τους φιλοξενούν, δήθεν γιά διδάξουν σ’ αυτές την φιλοσοφία, και μοιχεύουν όπως εκείνος ο νεαρούλης από την Τροία. Έπειτα τις χρησιμοποιούν ως κοινές γιά όλους τους οπαδούς τους, εφαρμόζοντας – όπως ισχυρίζονται – την διδασκαλία τού Πλάτωνα, χωρίς να γνωρίζουν πώς εκείνος ο ιερός άνδρας θεωρούσε την κοινοκτημοσύνη των γυναικών. Πολύ χρόνο θα ήθελα γιά να πω τι κάνουν στα συμπόσια και πώς μεθούν. Κ’ ενώ τα κάνουν αυτά – τι νομίζεις; – οι ίδιοι κατηγορούν την μέθη και την μοιχεία και την λαγνεία και την φιλαργυρία! Τίποτε δεν θα βρεις τόσο ενάντιο προς κάτι άλλο, όσο τα λόγια τους προς τα έργα τους. Λένε – γιά παράδειγμα – ότι μισούν την κολακεία, αλλά μπορούν να ξεπεράσουν σε κολακεία και τον Γναθωνίδη και τον Στρουθία. Προτρέπουν τους άλλους προς την αλήθεια, αλλά ούτε να κινήσουν την γλώσσα τους μπορούν, χωρίς να πουν ψέματα. Στα λόγια, γιά όλους αυτούς η ηδονή είναι εχθρός, και ο Επίκουρος είναι αντίπαλός τους, αλλά στα έργα, γιά χάρη της κάνουν τα πάντα. Όσο γιά την ευαισθησία και την ευθιξία και την υπερβολική νευρικότητά τους, σ’ αυτά ξεπερνούν και τα βρέφη και τα νεογνά! Χαρίζουν, ωστόσο, και πολύ γέλιο σ’ όσους τους βλέπουν όταν – γιά κάποια τυχαία αιτία – βράσει η χολή τους και γίνουν ωχροί στην όψη, με βλέμμα θρασύ και παράφορο, γεμάτοι αφρούς ή, μάλλον, με το στόμα γεμάτο από δηλητήριο. Τότε είναι να μην τους πετύχεις! Όταν εκείνος ο βρομερός βόρβορος ξεχυθεί! Λένε τότε: «Ηρακλή μου, δεν έχω την αξίωση ν’ αποκτήσω ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι! Ένας οβολός είναι αρκετός γιά ν’ αγοράσω λούπινα. Ποτό θα μου δώσει κάποια βρύση ή κάποιο ποτάμι». Μετά από λίγο, ωστόσο, δεν ζητούν ούτε οβολούς ούτε λίγες δραχμές, αλλά ολόκληρες περιουσίες. Ποιός έμπορος, όμως, θα κέρδιζε τόσα από το φορτίο του, όσα αυτοί εξοικονομούν από την φιλοσοφία; Έπειτα, αφού συγκεντρώσουν αρκετά και χορτάσουν ψωμί, απορρίπτουν εκείνον τον ταλαίπωρο μανδύα, αγοράζουν πότε-πότε αγρούς και μαλακά ενδύματα και μακρυμάλληδες δούλους και ολόκληρους συνοικισμούς, και αποχαιρετούν το σακκούλι τού Κράτητα και τον μανδύα τού Αντισθένη και το πιθάρι τού Διογένη. Αυτά βλέπουν οι απλοί άνθρωποι, και φτύνουν την φιλοσοφία, νομίζουν ότι όλοι οι φιλόσοφοι είναι τέτοιοι, και με κατηγορούν γιά τις διδασκαλίες μου. Εδώ και πολύ καιρό, λοιπόν, μου είναι αδύνατο να προσεγγίσω έστω κ’ έναν απ’ αυτούς, και ματαιοπονώ όπως η Πηνελόπη, αφού όσο και αν υφάνω, αυτό αμέσως πάλι ξηλώνεται, οπότε η Αμάθεια και η Αδικία με περιγελούν, βλέποντας το έργο μου να μην προχωρά και τον κόπο μου να μην αποδίδει καρπούς.

……….ΖΕΥΣ: Θεοί μου, πόσα έχει πάθει η Φιλοσοφία μας από εκείνους τους καταραμένους! Είναι ώρα, λοιπόν, να δούμε τι πρέπει να κάνουμε και πώς θα τους τιμωρήσουμε, γιατί ο κεραυνός σκοτώνει με το πρώτο πλήγμα και ο θάνατος είναι γρήγορος.

……….ΑΠΟΛΛΩΝ: Εγώ θα σου πω, πατέρα, γιατί και ο ίδιος μισώ αυτούς τους αλαζόνες, που είναι άμουσοι, και αγανακτώ γιά χάρη των Μουσών. Δεν είναι άξιοι να πεθάνουν από τον κεραυνό και από το δεξί σου χέρι. Αν θέλεις, στείλε τον Ερμή, με πλήρη εξουσία, γιά να τους τιμωρήσει. Ο Ερμής κατέχει από λόγους και γρήγορα θα ξεχωρίσει τους σωστούς φιλοσόφους από τους άλλους. Έπειτα, θα επαινέσει τους πρώτους, όπως ταιριάζει, και οι δεύτεροι θα τιμωρηθούν, όπως εκείνος θα κρίνει στην κατάλληλη στιγμή.

……….ΖΕΥΣ: Καλά τα λες, Απόλλωνα. Κ’ εσύ, όμως, Ηρακλή, να πας. Πάρτε μαζί σας και την Φιλοσοφία και γρήγορα πηγαίνετε στον κόσμο. Θα εκτελέσεις και δέκατο τρίτο άθλο, όχι μικρό, εάν σφάξεις τόσο βρόμικα και ξεδιάντροπα θηρία!

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Μήπως θα ήταν καλύτερο, πατέρα, να ξανακαθαρίσω την κοπριά τού Αυγεία, παρά να πολεμήσω μ’ αυτούς; Ας πηγαίνουμε, όμως.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Δεν θέλω, βέβαια, αλλά ας ακολουθήσουμε τις εντολές τού πατέρα μας.

……….ΕΡΜΗΣ: Ας κατεβούμε. Αρκετούς απ’ αυτούς θα στριμώξουμε σήμερα. Ποιόν δρόμο θα πάρουμε, Φιλοσοφία; Εσύ ξέρεις πού βρίσκονται. Ή είναι φανερό ότι βρίσκονται στην Ελλάδα;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Καθόλου. Εκεί θα είναι ελάχιστοι. Όσοι φιλοσοφούν σωστά, Ερμή. Οι άλλοι δεν αναζητούν την φτώχεια τής Αττικής, αλλά πρέπει να τους ψάξουμε εκεί όπου εξορύσσεται πολύ χρυσάφι ή ασήμι.

……….ΕΡΜΗΣ: Μήπως πρέπει να πάμε στην Θράκη;

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Καλά λες. Θα σας δείξω τον δρόμο. Γνωρίζω τα μέρη τής Θράκης, γιατί συχνά πηγαίνω εκεί. Ας πάρουμε αυτόν εδώ τον δρόμο.

……….ΕΡΜΗΣ: Ποιόν λες;

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Βλέπετε, Ερμή και Φιλοσοφία, εκείνα τα δύο μεγάλα βουνά, τα πιό όμορφα απ’ όλα; Το μεγαλύτερο είναι ο Αίμος, απέναντί του βρίσκεται η Ροδόπη, και μία πολύ εύφορη πεδιάδα απλώνεται μεταξύ τους, που ξεκινά από τους πρόποδές τους. Υπάρχουν και τρεις πολύ όμορφοι λόφοι, τραχείς αλλά όχι άσχημοι, που σηκώνονται σαν πολλές ακροπόλεις τής πόλης που βρίσκεται από κάτω. Ήδη φαίνεται η πόλη.

……….ΕΡΜΗΣ: Μα τον Δία, Ηρακλή μου, είναι η μεγαλύτερη και η ωραιότερη απ’ όλες! Από μακριά λάμπει η ομορφιά της. Υπάρχει και κάποιος πολύ μεγάλος ποταμός, που ρέει δίπλα της και την αγγίζει από παντού.

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτός είναι ο Έβρος. Η πόλη είναι έργο τού γνωστού Φιλίππου. Κ’ εμείς ήδη προσγειωνόμαστε και βρισκόμαστε κάτω από τα σύννεφα. Ευτυχώς φτάνουμε.

……….ΕΡΜΗΣ: Έτσι ας γίνει. Τώρα τι κάνουμε; Πώς θ’ ανιχνεύσουμε τα θηρία;

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτό, πιά, είναι δικό σου έργο, Ερμή μου. Αφού είσαι κήρυκας, άρχισε κιόλας να κηρύττεις.

……….ΕΡΜΗΣ: Αυτό δεν είναι δύσκολο, αλλά δεν γνωρίζω τα ονόματά τους. Λέγε μου εσύ, Φιλοσοφία, ποιούς να φωνάξω κ’ επιπλέον ποιά είναι τα χαρακτηριστικά τους.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ούτε η ίδια γνωρίζω ακριβώς τα ονόματά τους, επειδή ποτέ δεν τους συναναστράφηκα. Δεν θ’ αστοχήσεις, όμως, αν τους φωνάξεις με τα ονόματα Κτήσων, Κτήσιππος, Κτησικλής, Ευκτήμων ή Πολύκτητος, αφού αγαπούν πολύ τ’ αποκτήματα!

……….ΕΡΜΗΣ: Καλά λες. Ποιοί είναι αυτοί, όμως, και τι κάθονται και παρατηρούν; Πλησιάζουν και κάτι θέλουν να ρωτήσουν.

……….ΑΝΔΡΕΣ: Μήπως ξέρετε να μας πείτε εσείς, κύριοι, ή εσύ, ωραία κυρία, εάν είδατε τρεις αγύρτες και μιά γυναίκα, με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα, σύμφωνα με τον τρόπο των Λακώνων, αρρενωπή και ανδροπρεπή;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ωχ, ωχ! Τους δικούς μας αναζητούν.

……….ΑΝΔΡΕΣ: Ποιούς δικούς σας; Όλοι εκείνοι είναι δραπέτες. Εμείς, όμως, αναζητούμε κυρίως την γυναίκα, που την απήγαγαν.

……….ΕΡΜΗΣ: Θα μάθετε, γιατί κ’ εμείς αυτούς αναζητούμε. Ελάτε να κηρύξετε μαζί μας. Εάν κάποιος έχει δει έναν δούλο Παφλαγόνα, βάρβαρο από την Σινώπη, με όνομα που έχει σχέση με τ’ αποκτήματα, κάπως ωχρό, με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα, με μακριά γένια, μ’ ένα σακκούλι κρεμασμένο πάνω του, ντυμένο με μανδύα, οργίλο, άμουσο, με τραχιά φωνή, που βρίζει, ας μας το πει και θ’ αμειφθεί!

……….ΚΥΡΙΟΣ: Δεν καταλαβαίνω, φίλε, τι κηρύττεις. Εγώ ξέρω ότι τ’ όνομά του ήταν Κάνθαρος και ότι – επιπλέον – ξύριζε τα γένεια του και κατείχε την δική μου την τέχνη, δηλαδή τον είχα να κάθεται στο εργαστήρι μου και ν’ αφαιρεί το περιττό χνούδι από τα ενδύματα.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ο ίδιος είναι, ο δούλος σου, αλλά τώρα μοιάζει με φιλόσοφο, γιατί αφαίρεσε το χνούδι απ’ το κεφάλι του.

……….ΚΥΡΙΟΣ: Τι θράσσος! Ο Κάνθαρος φιλοσοφεί, λένε, κ’ εμείς δεν το αντιληφθήκαμε!

……….ΑΝΔΡΑΣ: Τώρα θα τους βρούμε όλους, αφού αυτή η γυναίκα τούς γνωρίζει.

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ποιός είναι αυτός ο άλλος, που μας πλησιάζει, Ηρακλή μου, ο όμορφος, που κρατά κιθάρα;

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Είναι ο Ορφεύς, σύντροφός μου στο ταξίδι τής Αργούς, ο πιό ευχάριστος απ’ όλους τους κελευστές, που χάρη στο τραγούδι του κωπηλατούσαμε με λιγότερο κόπο. Γειά και χαρά σου, Ορφέα, άριστε μουσικέ! Δεν νομίζω να έχεις ξεχάσει τον Ηρακλή;

……….ΟΡΦΕΥΣ: Γειά και χαρά σας, Φιλοσοφία και Ηρακλή κ’ Ερμή! Είναι καιρός να μου δώσετε την αμοιβή. Εγώ γνωρίζω επακριβώς αυτόν που αναζητάτε.

……….ΕΡΜΗΣ: Δείξε μας, λοιπόν, γιέ τής Καλλιόπης, πού βρίσκεται! Δεν νομίζω να χρειάζεσαι χρυσάφι, αφού είσαι σοφός.

……….ΟΡΦΕΥΣ: Καλά τα λες. Εγώ, λοιπόν, θα σας δείξω το μέρος όπου κατοικεί, αλλά όχι και τον ίδιον, γιά να μην αρχίσει να με κακολογεί, αφού είναι υπερβολικά χυδαίος και μόνον σ’ αυτό το πράγμα έχει εξασκηθεί.

………ΕΡΜΗΣ: Μόνον δείξ’ το μας.

……….ΟΡΦΕΥΣ: Αυτό εδώ κοντά. Εγώ φεύγω από τα πόδια σας, γιά να μην τον δω.

……….ΕΡΜΗΣ: Ένα λεπτό! Αυτή δεν είναι γυναικεία φωνή, που τραγουδά ένα ομηρικό κομμάτι;

……….ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ναι, μα τον Δία! Ας ακούσουμε τι λέει.

……….ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΡΑΠΕΤΙΣ: «Εχθρός μου – σαν τις πύλες τού Άδη – είναι εκείνος που με τον νου του αγαπά τον χρυσό, άλλα όμως λέει».

……….ΕΡΜΗΣ: Να μισείς, λοιπόν, τον Κάνθαρο, που «ανταμείβοντας την φιλοξενία, έκανε κακό σ’ εκείνον που τον φιλοξένησε».

……….ΣΥΖΥΓΟΣ: Γιά μένα είναι αυτός ο στίχος! Εγώ τον φιλοξένησα, κ’ εκείνος μού άρπαξε την γυναίκα κ’ έφυγε!

……….ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΡΑΠΕΤΙΣ: «Μεθυσμένε, που έχεις μάτια σκύλλου και καρδιά ελαφιού, άχρηστε και στον πόλεμο και στο συμβούλιο, κακόγλωσσε Θερσίτη, πρώτε απ’ όλες τις κακότροπες κουρούνες, έχεις το θράσος δημόσια ν’ αυθαδιάζεις προς τους βασιλιάδες;».

……..ΚΥΡΙΟΣ: Τα λόγια ταιριάζουν στον καταραμένο.

……….ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΡΑΠΕΤΙΣ: «Σκύλλος από μπροστά, λιοντάρι από πίσω, χίμαιρα στην μέση, που αποπνέει βρόμα και λύσσα άγριου σκύλλου».

……….ΣΥΖΥΓΟΣ: Αλίμονο, γυναίκα μου, πόσα θα έχεις πάθει από τούτα τα σκυλλιά! Λένε ότι έχει μείνει κ’ έγκυος απ’ αυτούς.

……….ΕΡΜΗΣ: Θάρρος! Θα σου γεννήσει κανέναν Κέρβερο ή Γηρυόνη, γιά να κάνει ο Ηρακλής – αυτός εδώ – ακόμη έναν άθλο! Βγαίνουν έξω, οπότε δεν θα χρειαστεί να σπάσουμε την εξώθυρα.

……….ΚΥΡΙΟΣ: Σ’ έπιασα, Κάνθαρε! Τώρα δεν μιλάς; Φέρε να δούμε τι έχει το σακκούλι σου: μήπως λούπινα ή κομμάτια ψωμιού;

……….ΕΡΜΗΣ: Μα τον Δία, όχι! Έχει χρυσάφι!

……….ΗΡΑΚΛΗΣ: Μην απορείς. Πρωτύτερα, στην Ελλάδα, έλεγε ότι είναι Κυνικός. Εδώ έγινε κανονικός οπαδός τού Χρύσιππου. Λίγο αργότερα θα τον δεις που θα γίνει Κλεάνθης, γιατί θα κρεμαστεί από τα γένεια του, έτσι βρομερός που είναι.

……….ΚΥΡΙΟΣ: Κ’ εσύ, παλιάνθρωπε, δεν είσαι ο Ληκυθίων, ο δούλος μου που δραπέτευσε; Αυτός είσαι! Ε, ρε, γέλια! Τι άλλο θα δούμε; Ο Ληκυθίων φιλοσοφεί;

………ΕΡΜΗΣ: Αυτός, ο τρίτος, είναι αδέσποτος;

……….ΚΥΡΙΟΣ: Καθόλου. Εγώ είμαι ο κύριός του, αλλά εκούσια τον αφήνω να πάει στα κομμάτια.

……….ΕΡΜΗΣ: Και γιατί;

……….ΚΥΡΙΟΣ: Γιατί είναι πολύ διεφθαρμένος. Τ’ όνομα, με το οποίο τον φωνάζουμε, είναι Μυρόπνους.

……….ΕΡΜΗΣ: Ακούς, Ηρακλή μου κακοδιώχτη; Και μετά κρατούνε σακκούλι και ραβδί! Εσύ, έλα και πάρε την γυναίκα σου.

……….ΣΥΖΥΓΟΣ: Ποτέ! Θα μου γεννήσει κανένα από τα παλιά βιβλία, και δεν θέλω.

……….ΕΡΜΗΣ: Τι βιβλίο;

……….ΣΥΖΥΓΟΣ: Υπάρχει, καλέ μου, βιβλίο που ονομάζεται «Τρικέφαλος».

……….ΕΡΜΗΣ: Δεν με παραξενεύει, αφού υπάρχει κ’ ένας κωμικός που ονομάζεται «Τριφάλλης».

……….ΣΥΖΥΓΟΣ: Δικαίωμά σου είναι, Ερμή, μετά απ’ αυτά να τους δικάσεις.

……….ΕΡΜΗΣ: Θεωρώ ότι αυτή πρέπει ν’ ακολουθήσει τον άνδρα της πίσω, στην Ελλάδα, ώστε να μην γεννήσει κανένα τέρας ή κανέναν πολυκέφαλο. Αυτοί οι δύο μικροδραπέτες να παραδωθούν στους κυρίους τους και να συνεχίσουν τις προηγούμενες εργασίες τους. Ο ένας, ο Ληκυθίων, να συνεχίσει το πλύσιμο των λερωμένων ενδυμάτων, και ο Μυρίπνους, πάλι, να συνεχίσει να ράβει τα σκισμένα υφάσματα, αφού πρώτα μαστιγωθεί με μολόχα. Έπειτα, ο τρίτος, να παραδωθεί στους πισσωτές γιά να του βγάλουν – κατ’ αρχήν – τις τρίχες, με βρόμικη και πρόστυχη πίσσα, και μετά να τον πάνε γυμνό στον Αίμο κ’ εκεί να τον αφήσουν μέσα στα χιόνια, με τα πόδια δεμένα.

……….ΔΡΑΠΕΤΗΣ: Ωχ, ως, ζημιά! Ωχ, ωχ, κακό! Πω, πω, πω, πω!

……….ΚΥΡΙΟΣ: Γιατί τώρα μας λες όλα τούτα τα τραγικά επιφωνήματα; Ακολούθα με, γιά να πάμε κιόλας στους πισσωτές. Πρώτα, όμως, να βγάλεις την λεοντή, γιατί καταλάβαμε ότι είσαι όνος!

.

ΤΜΗΜΑ  ΟΓΔΟΟ

.

……….Πλάτων,

……….«Τίμαιος»,

……….Ο μύθος τής Ατλαντίδος:

.

……….ΚΡΙΤΩΝ: Άκουσε, λοιπόν, Σωκράτη, έναν πολύ παράδοξο λόγο, αλλά και εντελώς αληθινό, όπως τον είπε κάποτε ο Σόλων, ο σοφότατος από τους επτά σοφούς, που ήταν συγγενής και στενός φίλος τού Δρωπίδη, τού προπάππου μου, όπως σε πολλά σημεία των ποιημάτων του λέει και ο ίδιος. Στον παππού μου, λοιπόν, τον Κριτία – όπως ο γέροντας διηγιόταν σ’ εμάς – είπε ότι μεγάλα και θαυμαστά ήταν τα παλαιά έργα αυτής τής πόλης, αφανίστηκαν, όμως, από τον χρόνο και την φθορά των ανθρώπων. Απ’ όλα, ένα ήταν μέγιστο, αυτό που τώρα πρέπει να ξαναθυμηθούμε και ν’ ανταποδώσουμε την χάρη σ’ εσένα και την Θεά μαζί, την οποία δίκαια και αληθινά με ύμνους θα εγκωμιάσουμε στην πανήγυρή της.

……….ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Καλά τα λες. Αλλά ποιό είναι τούτο το έργο, που ο Κριτίας διηγήθηκε ότι άκουσε από τον Σόλωνα όχι ως παράδοση, αλλά ως όντως αρχαία πράξη αυτής εδώ τής πόλης;

……….ΚΡΙ.: Εγώ θα σας πω την παλαιά ιστορία, που άκουσα από όχι νέο άνθρωπο. Ο Κριτίας, όπως έλεγε, ήταν τότε σχεδόν κοντά στα ενενήντα έτη, ενώ εγώ γύρω στα δέκα. Ήταν η Κουρεώτιδα ημέρα των Απατουρίων. Τα συνηθισμένα, κατά την εκάστοτε εορτή, συνέβησαν και τότε γιά τα παιδιά. Οι πατέρες μας όρισαν έπαθλα γιά την ραψωδία. Ακούστηκαν, λοιπόν, πολλά ποιήματα πολλών ποιητών και – επειδή εκείνον τον καιρό τα ποιήματα τού Σόλωνα ήταν πρόσφατα – πολλά παιδιά τα τραγουδήσαμε. Τότε, ένας από την φυλή μας – είτε γιατί έτσι πίστευε, είτε γιά να κάνει χάρη στον Κριτία – είπε ότι θεωρούσε τον Σόλωνα και ως σοφότατο σε όλα τ’ άλλα, και κατά την ποίηση ως το πιό ελεύθερο πνεύμα μεταξύ όλων των ποιητών.

……….Και ο γέροντας – έντονα το θυμάμαι – ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, μειδίασε και είπε: «Εάν, Αμύνανδρε, δεν χρησιμοποιούσε την ποίηση ως πάρεργο, αλλά την είχε σπουδάσει όπως άλλοι, και αν τελειοποιούσε την ιστορία που εδώ έφερε από την Αίγυπτο, και αν δεν αναγκαζόταν να την παραμελήσει εξαιτίας των στάσεων και των άλλων κακών που βρήκε φτάνοντας εδώ, ούτε ο Ησίοδος, ούτε ο Όμηρος – κατά την γνώμη μου – ούτε κανένας άλλος ποιητής θα ευδοκιμούσε ποτέ περισσότερο από αυτόν».

……….Ο άλλος ρώτησε: «Ποιά ήταν αυτή η ιστορία, Κριτία;».

……….Και ο Κριτίας απάντησε: «Ήταν γιά την μέγιστη και δικαιότατα την πιό ονομαστή απ’ όλες τις πράξεις, την οποία έπραξε αυτή εδώ η πόλη, αλλά η ιστορία δεν διήρκεσε μέχρι τις μέρες μας, εξαιτίας τού χρόνου και τού θανάτου των πρωτεργατών της».

……….«Λέγε εξαρχής», είπε ο άλλος, «τι και πώς και από ποιούς έλεγε ότι ως πράγματα αληθινά τα άκουσε ο Σόλων».

……….Ο Κριτίας συνέχισε: «Υπάρχει στην Αίγυπτο, στο Δέλτα, στου οποίου την κορυφή σχίζεται το ρεύμα τού Νείλου, ένας νομός που καλείται Σαϊτικός. Η μεγαλύτερη πόλη τού νομού είναι η Σάις – απ’ όπου και ο Άμασις καταγόταν, ο βασιλιάς – και, κατά τους εντόπιους, η θεά-αρχηγός τής πόλης είναι η ονομαζόμενη Νηίθ στα αιγυπτιακά και Αθηνά στα ελληνικά, όπως εκείνοι λένε. Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι είναι φίλοι των Αθηναίων και κατά κάποιον τρόπο συγγενείς τους. Είπε ο Σόλων ότι, όταν πορεύτηκε εκεί, τιμήθηκε πολύ απ’ αυτούς και κάποτε, ρωτώντας τους πιό έμπειρους ιερείς γιά τα παλιά, κατανόησε ότι ούτε ο ίδιος, ούτε άλλος Έλληνας υπήρχε, ούτε κανείς – όπως λέγεται – που να γνώριζε γι’ αυτά. Και τότε, επιθυμώντας να τους παροτρύνει να μιλήσουν γιά την αρχαιότητα, επιχείρησε να πει όσα εδώ θεωρούμε αρχαιότατα, γιά τον Φορωνέα – τον λεγόμενο πρώτο άνθρωπο – και την Νιόβη, γιά το πώς μυθολογείται ότι διασώθηκαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά από τον κατακλυσμό, γιά την γενεαλογία των απογόνων τους. Προσπαθούσε να υπολογίσει πόσα έτη πέρασαν από τότε, απαριθμώντας τις γενιές.

……….Τότε, ένας πολύ ηλικιωμένος ιερέας τού είπε: «Σόλωνα, Σόλωνα, οι Έλληνες είστε πάντοτε παιδιά και γέροντας Έλληνας δεν υπάρχει».

……….Ακούγοντάς τον, ο Σόλων ρώτησε: «Πώς το λες αυτό;».

……….Εκείνος απάντησε: «Όλοι είστε νέοι στις ψυχές, γιατί σ’ αυτές, από αρχαία ακούσματα, δεν έχετε κρατημένη καμμία παλαιά δοξασία, ούτε κανένα πανάρχαιο μάθημα. Και το αίτιο αυτών είναι το εξής: πολλές και διάφορες καταστροφές έγιναν και θα γίνουν στους ανθρώπους. Από πυρ και ύδωρ οι μεγαλύτερες, ενώ από μύρια άλλα στοιχεία άλλες, μικρότερες. Αυτό, λοιπόν, που λέτε κ’ εσείς – ότι κάποτε ο Φαέθων, ο γιός τού Ήλιου, έζευξε το άρμα τού πατέρα του και, μη όντας δυνατός γιά να το οδηγήσει στην πατρική οδό, συνέκαψε όσα βρίσκονταν επάνω στην γη ενώ ο ίδιος καταστράφηκε κεραυνοβολημένος – αυτό λέγεται σε μορφή μύθου, ενώ η αλήθεια είναι ότι, με την πάροδο πολλών χρόνων, η παρέκκλιση των σωμάτων που κινούνται στον ουρανό, γύρω από την γη, επιφέρει μεγάλη πύρινη καταστροφή σε όσα βρίσκονται επάνω στην γη. Τότε, λοιπόν, όσοι κατοικούν στα όρη και σε υψηλούς τόπους και στην ξηρά, υφίστανται μεγαλύτερη καταστροφή απ’ όσους κατοικούν κοντά στους ποταμούς ή στην θάλασσα. Εμάς, όμως, ο Νείλος – ο σωτήρας μας στα υπόλοιπα – και από αυτή την δυσχέρεια μάς σώζει πλημμυρίζοντας. Όταν πάλι οι Θεοί προκαλούν κατακλυσμούς αποκαθαίροντας με ύδατα την γη, διασώζονται οι ορεσίβιοι βουκόλοι και βοσκοί, ενώ παρασύρονται από τα ποτάμια στην θάλασσα οι κάτοικοι πόλεων σαν τις δικές σας. Σε τούτη εδώ, όμως, την χώρα – ούτε τότε, ούτε άλλοτε – δεν πέφτει από πάνω νερό στο έδαφος. Αντίθετα, από κάτω αναβλύζει πάντοτε. Γι’ αυτόν τον λόγο και την αιτία οι εδώ σωζόμενες παραδόσεις λέγεται ότι είναι παλαιότατες. Και είναι αλήθεια ότι σε όλους τους τόπους, όπου ο υπερβολικός χειμώνας ή ο καύσωνας δεν το απαγορεύουν, πάντοτε επιζεί το γένος των ανθρώπων, είτε αυξημένο, είτε ελαττωμένο. Όσα, λοιπόν, δικά σας ή δικά μας ή άλλου τόπου ακούσαμε και γνωρίζουμε – αν, δηλαδή, πρόκειται γιά κάποιο ωραίο ή μεγάλο γεγονός ή ενδιαφέρον – τα πάντα, από παλιά, είναι εδώ καταγεγραμμένα και διασωσμένα στα ιερά μας. Στα μέρη σας, όμως, και στ’ άλλα μέρη, μετά την πάροδο συγκεκριμένων ετών, κάθε φορά που μόλις ετοιμάζονται τα συγγράμματα και όλα όσα χρειάζονται οι πόλεις, έρχεται σαν νόσημα το ουράνιο ρεύμα και από εσάς αφήνει μόνον τους αγράμματους και άμουσους, ώστε πάλι εξαρχής να γίνεστε σαν τους νέους, μη γνωρίζοντας τίποτε, ούτε δικό μας, ούτε δικό σας, απ’ όσα υπήρχαν στους παλαιούς χρόνους. Όσα τώρα, λοιπόν, μας ανέφερες γιά τις γενεαλογίες σας, Σόλωνα, λίγο διαφέρουν από τους παιδικούς μύθους. Εσείς, κατά πρώτο, μνημονεύετε έναν κατακλυσμό τής γης, ενώ πολλοί έγιναν πιό μπροστά και, επιπλέον, δεν γνωρίζετε ότι το ωραιότερο και άριστο γένος μεταξύ των ανθρώπων έζησε στα μέρη σας και απ’ αυτό κατάγεσαι εσύ και όλη η πόλη σου – όταν κάποτε περισώθηκε λίγο σπέρμα – αλλά το λησμονήσατε, γιατί πολλές γενιές μετά από τους επιζήσαντες πέθαναν δίχως ν’ αφήσουν γραφές. Κάποτε, Σόλωνα, πριν από την μέγιστη υδάτινη καταστροφή, η πόλη – που σήμερα είναι των Αθηναίων – ξεχώριζε ως η άριστη στον πόλεμο και η περισσότερο ευνομούμενη σε όλα. Γι’ αυτήν λέγεται ότι πραγματοποίησε τα ωραιότερα έργα και τα ωραιότερα πολιτεύματα απ’ όλα όσα εμείς ακούσαμε να υπάρχουν κάτω από τον ουρανό».

……….Ακούγοντάς τα, λοιπόν, ο Σόλων είπε ότι έμεινε έκθαμβος, και με μεγάλη προθυμία παρακάλεσε τους ιερείς να του διηγηθούν στην συνέχεια, με ακρίβεια, τα πάντα γιά τους παλαιούς πολίτες τής χώρας μας.

……….Ο ιερέας αποκρίθηκε: «Δεν θα σου τα αρνηθώ, Σόλωνα, αλλά θα τα πω γιά χάρη σου και γιά χάρη τής πόλης σας και μάλιστα γιά χάρη τής Θεάς, η οποία ανέλαβε και ανέθρεψε και εκπαίδευσε την πόλη σας και την δική μας – πρώτα την δική σας, χίλια χρόνια νωρίτερα, παραλαμβάνοντας το σπέρμα σας από την Γη και τον Ήφαιστο, και ύστερα την δική μας. Γιά την μέχρι σήμερα πορεία μας στον κόσμο, οι ιερές γραφές δίνουν τον αριθμό των οχτώ χιλιάδων ετών. Θα σου μιλήσω, λοιπόν, γιά τους συμπολίτες σου, που εμφανίστηκαν προ εννέα χιλιάδων ετών, θα σου μιλήσω με συντομία γιά τους νόμους τους και γιά τ’ ωραιότερο έργο απ’ όσα έπραξαν. Τις λεπτομέρειες όλων αυτών θα τις συζητήσουμε στην συνέχεια, με την ησυχία μας, λαμβάνοντας τα ίδια τα κείμενα. Πρόσεξε τους νόμους τους σε σχέση με τους δικούς μας, γιατί πολλά παραδείγματα – των τότε ισχυόντων σ’ εσάς – θα βρεις τώρα εδώ. Πρώτα, λοιπόν, το γένος των ιερέων, εντελώς διαχωρισμένο από τ’ άλλα. Μετά απ’ αυτό, το γένος των τεχνιτών, όπου κάθε μία ειδικότητα δημιουργεί μόνη της, χωρίς ν’ αναμειγνύεται με άλλη. Μετά το γένος των βοσκών, των θηρευτών και των γεωργών. Και το γένος των μάχιμων, βέβαια, το οποίο – όπως κατάλαβες – εδώ είναι χωρισμένο από όλα τα γένη, και από τον νόμο έχει προσταγή να μην ενδιαφέρεται γιά τίποτε άλλο εκτός από τα πολεμικά. Μάλιστα, τα όπλα τους είναι οι ασπίδες και τα δόρατα, τα οποία πρώτοι εμείς, ανάμεσα στους Ασιάτες, συσχετίσαμε στον οπλισμό μας με υπόδειξη τής Θεάς, καθώς συνέβη πρωτύτερα και σ’ εκείνους, τους δικούς σας τόπους. Ως προς την φρόνηση, τώρα, βλέπεις εδώ πόσο επιμελής ήταν ο νόμος, ευθύς εξαρχής, σχετικά με τον κόσμο: τα πάντα, μέχρι την μαντική και την ιατρική, που δίνει υγεία – από αυτά που είναι θεϊκά και εφαρμόζονται στα ανθρώπινα – και όσα άλλα μαθήματα έπονται αυτών, κατέκτησε τα πάντα. Σύμπασα τούτη την οργάνωση και τάξη η Θεά την παρέδωσε πρώτα σ’ εσάς, ιδρύοντας την πολιτεία σας, έχοντας επιλέξει τον τόπο όπου έχετε γεννηθεί, έχοντας ελέγξει σ’ αυτόν την ευκρασία των εποχών, η οποία θα γεννούσε ανθρώπους εξαιρετικά σώφρονες. Καθώς η Θεά είναι φιλοπόλεμη και φιλόσοφος, επέλεξε τον τόπο που έμελλε να γεννήσει ανθρώπους παρόμοιους προς αυτήν και ίδρυσε την πρώτη πόλη.

……….Κατοικήσατε, λοιπόν, εκεί χρησιμοποιώντας τέτοιους νόμους και όντας ακόμη περισσότερο ευνομούμενοι, υπερβαίνοντας στην αρετή όλους τους ανθρώπους, καθώς θα ταίριαζε σε όσους είναι γεννήματα και θρέμματα Θεών. Πολλά και μεγάλα έργα τής πόλης σας είναι εδώ καταγεγραμμένα και θαυμάζονται, αλλά ένα απ’ όλα υπερέχει σε μέγεθος και αρετή: λένε οι γραφές πόσο μεγάλη δύναμη – που πορευόταν υβριστικά εναντίον ολόκληρης τής Ευρώπης και τής Ασίας, ορμώντας απ’ έξω, από το Ατλαντικό πέλαγος – κατανίκησε κάποτε η πόλη σας. Τότε ήταν πορεύσιμο το εκεί πέλαγος. Εμπρός από το στόμιό του – το οποίο, όπως λέτε, ονομάζεται Στήλες Ηρακλέους – είχε νησί, και το νησί ήταν μεγαλύτερο από την Λιβύη και την Ασία μαζί. Περνώντας από αυτό, πορεύονταν προς τα άλλα νησιά και από αυτά τα νησιά σε όλη την αντικρινή ήπειρο, που περιβάλλει εκείνον τον αληθινό πόντο. Αυτά, λοιπόν, που βρίσκονται εντός τού στομίου, γιά το οποίο λέμε, φαίνονταν σαν λιμάνι που έχει μιά στενή είσοδο. Εκείνο, όμως, ήταν όντως πέλαγος και η γη που το περιέβαλλε ορθότατα θα ονομαζόταν ήπειρος, παντελώς και αληθώς. Σ’ αυτή, λοιπόν, την νήσο Ατλαντίδα υπήρχε μεγάλη και θαυμαστή βασιλική δύναμη, που επικρατούσε σε όλο το νησί, καθώς και σε πολλά άλλα νησιά και μέρη τής ηπείρου. Επιπλέον, στα δικά μας μέρη, ήταν άρχοντες στην Λιβύη, μέχρι την Αίγυπτο, και στην Ευρώπη, μέχρι την Τυρρηνία. Όλη αυτή η δύναμη, συναθροισμένη σε ένα στράτευμα, επιχείρησε κάποτε να υποδουλώσει με ορμή τον δικό σας και τον δικό μας και κάθε τόπο εντός τού στομίου. Τότε, λοιπόν, Σόλωνα, η δύναμη τής πόλης σας έγινε εμφανής σε άπαντες τους ανθρώπους, ως προς την αρετή και την ρώμη της, γιατί πρωτοστάτησε ενώπιον όλων με ευψυχία και με όσες πολεμικές τέχνες κατείχε, αρχικά ως ηγεμόνας των Ελλήνων κ’ έπειτα – εξ ανάγκης απομονωμένη, όταν οι άλλοι αποστάτησαν – φτάνοντας στους έσχατους κινδύνους, νίκησε τους επιδρομείς κ’ έστησε τρόπαιο, αποτρέποντας την υποδούλωση των μη υπόδουλων και ελευθερώνοντας μεγαλόκαρδα όλους τους άλλους, όσους κατοικούμε εντός των ορίων των Ηρακλείων Στηλών. Σε κατοπινούς χρόνους, όταν έγιναν φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί, μέσα σε μία ημέρα και μία νύχτα τρομερή, όλοι οι μαχητές σας χάθηκαν αθρόοι μέσα στην γη και η νήσος Ατλαντίδα αφανίστηκε, παρομοίως βυθισμένη στην θάλασσα. Γι’ αυτό και τώρα έγινε απροσπέλαστο και αδιερεύνητο το εκεί πέλαγος, αφού εμποδίζει ο εντελώς βαθύς πηλός, τον οποίο άφησε το νησί καθώς καταποντιζόταν».

.

……….Πλάτων,

……….«Ίων»,

……….απόσπασμα:

.

……….ΙΩΝ: Πάνω σ’ αυτά, τίποτε δεν έχω να σου αντιτάξω, Σωκράτη. Εκείνο, όμως, που γνωρίζω καλά είναι ότι για τον Όμηρο μιλώ ωραιότερα από κάθε άνθρωπο και ότι βρίσκω πολλά να πω και ότι όλοι οι άλλοι συμφωνούν ότι καλά τα λέω, ενώ με τους άλλους ποιητές δεν μου συμβαίνει το ίδιο. Αυτό, τελικά, πώς το εξηγείς;

……….ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το εξετάζω, Ίωνα, και αμέσως θα σου πω τι μου φαίνεται ότι συμβαίνει. Αυτό που σε καθιστά καλό, στο να μιλάς για τον Όμηρο, δεν είναι κάποια τέχνη, όπως έλεγα και πριν από λίγο, αλλά κάποια θεϊκή δύναμη που σε παρακινεί, όπως η λίθος που ο Ευριπίδης ονόμασε «μαγνήτη» και οι πολλοί αποκαλούν «ηράκλεια». Αυτή η λίθος, λοιπόν, και τους σιδερένιους δακτυλίους έλκει και μεταδίδει σ’ αυτούς την δύναμή της, ώστε να μπορούν να κάνουν και οι ίδιοι αυτό που κάνει η λίθος, δηλαδή να έλκουν άλλους δακτυλίους, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ενίοτε μιά πολύ μεγάλη αρμαθιά από σιδεράκια και δακτυλίους αλληλοσυγκρατούμενους. Η δύναμη όλων αυτών εξαρτάται από εκείνη την λίθο. Έτσι και η Μούσα κάποιους τους κάνει ένθεους και από αυτούς εξαρτάται μιά αρμαθιά από άλλους, που βρίσκονται σε κατάσταση ενθουσιασμού. Γιατί άπαντες οι ποιητές επών – οι μεγάλοι – συνθέτουν όλα τούτα τα ωραία ποιήματα επειδή καθίστανται ένθεοι και καταλαμβάνονται από το θείο και όχι εξαιτίας κάποιας τέχνης. Ομοίως και οι μεγάλοι λυρικοί. Όπως ακριβώς οι κορυβαντιώντες χορεύουν έχοντας χάσει τα λογικά τους, ομοίως οι λυρικοί δημιουργούν αυτές τις όμορφες μελωδίες έχοντας χάσει τα λογικά τους και μόλις εισέλθουν στην αρμονία και στον ρυθμό – βακχεύοντας και σε κατάσταση κατάληψης – σαν τις βάκχες που, όταν κατέχονται από μανία, αντλούν μέλι και γάλα από τα ποτάμια, ενώ όταν είναι στα λογικά τους, όχι. Και η ψυχή των λυρικών έτσι δημιουργεί, όπως οι ίδιοι το λένε. Μας λένε, λοιπόν, οι ποιητές ότι δρέπουν τα τραγούδια τους από μελίρρυτες κρήνες, κήπους και λιβάδια των Μουσών και μας τα φέρνουν σαν τις μέλισσες, πετώντας έτσι και οι ίδιοι. Και λένε την αλήθεια. Ο ποιητής είναι κάτι ανάλαφρο και φτερωτό και ιερό. Δεν δύναται να δημιουργήσει πριν γίνει ένθεος και εκστασιαστεί και χάσει τα λογικά του. Όσο έχει μέσα του ως κτήμα την λογική, κάθε άνθρωπος αδυνατεί να δημιουργήσει και να χρησμοδοτήσει. Αφού, λοιπόν, τα πολλά και όμορφα που μας λένε για διάφορα πράγματα – όπως εσύ για τον Όμηρο – δεν τα δημιουργούν χάρη σε κάποια τέχνη, αλλά χάρη στο θεϊκό δώρο, καθένας τους δημιουργεί όμορφα μόνον αυτό προς το όποιο η Μούσα τον ώθησε: ο ένας διθυράμβους, ο άλλος εγκώμια, ο άλλος χορικά, ο άλλος έπη, ο άλλος ιάμβους. Ως προς όλα τ’ άλλα, καθένας τους είναι μηδαμινός. Δεν οφείλουν, λοιπόν, αυτά που λένε σε κάποια τέχνη, αλλά στην θεϊκή δύναμη, αφού αν γνώριζαν καλά με βάση την τέχνη τους να πουν κάτι όμορφο για ένα πράγμα, θα έκαναν το ίδιο και με τα λοιπά. Γι’ αυτόν τον λόγο ο θεός, αφαιρώντας τους την λογική, τους χρησιμοποιεί ως υπηρέτες, όπως τους χρησμοδότες και τους θεϊκούς μάντεις, ώστε εμείς οι ακροατές να γνωρίζουμε ότι δεν λένε οι ίδιοι – που έχασαν τα λογικά τους – αυτά τα τόσο αξιόλογα, αλλά ομιλητής είναι ο ίδιος ο θεός, που μέσω αυτών απευθύνεται προς εμάς. Μέγιστη απόδειξη όσων λέω είναι ο Τύννιχος ο Χαλκιδεύς, ο οποίος ποτέ δεν έγραψε άλλο ποίημα άξιο να μνημονεύσει κανείς, εκτός από εκείνον τον παιάνα που πάντες τραγουδούν, ίσως το ωραιότερο απ’ όλα τα τραγούδια, και όπως κυριολεκτικά λέει ο ίδιος, «εύρημα των Μουσών». Νομίζω, λοιπόν, ότι με τούτο το παράδειγμα ο θεός μάς έδειξε – πέραν πάσης αμφιβολίας – ότι τα όμορφα αυτά δημιουργήματα δεν είναι ανθρώπινα ούτε των ανθρώπων, αλλά θεϊκά και των θεών, ενώ οι ποιητές δεν είναι παρά οι διερμηνείς των θεών, ανάλογα με τον θεό που διακατέχει τον καθένα τους. Αυτά φανερώνοντας ο θεός, εξεπίτηδες τραγούδησε το ωραιότερο τραγούδι μέσω τού πιο μηδαμινού ποιητή. Ή δεν σου φαίνομαι να λέω την αλήθεια, Ίωνα;

. 

ΤΜΗΜΑ  ΕΝΑΤΟ

.

……….Πλούταρχος,

……….«Περί Ίσιδος και Οσίριδος»,

……….απόσπασμα:

 

……….Ας πω και αυτόν τον μύθο με συντομία, όσο είναι δυνατόν, αφαιρώντας τα πιό άχρηστα και περιττά. Όταν κρυφά η Ρέα συνουσιάστηκε με τον Κρόνο, ο Ήλιος το αντιλήφθηκε και την καταράστηκε να μην γεννήσει ούτε στον μήνα ούτε στο έτος. Ο Ερμής ερωτεύθηκε την Θεά και συνευρέθηκε μαζί της. Έπειτα έπαιξε πεσσούς με την Σελήνη, αφαίρεσε το ένα εβδομηκοστό από κάθε φωτεινή εμφάνισή της, από αυτά συμπλήρωσε πέντε ημέρες – αυτές που σήμερα οι Αιγύπτιοι αποκαλούν «επαγόμενες» και τις εορτάζουν ως γενέθλιες ημέρες των Θεών – και τις πρόσθεσε στις τριακόσιες εξήντα.

……….Την πρώτη ημέρα γεννήθηκε ο Όσιρις και – κατά την στιγμή τού τοκετού – ακούστηκε φωνή, ότι έρχεται στο φως ο κύριος των πάντων. Μερικοί λένε ότι κάποιος Παμύλης, που έπαιρνε νερό από το ιερό τού Δία, στις Θήβες, άκουσε μία φωνή που τον παρακινούσε να επαναλάβει με βοή ότι γεννήθηκε ο μεγάλος βασιλιάς και ευεργέτης Όσιρις, και γι’ αυτό ν’ αναθρέψει τον Όσιρη, αφού ο Κρόνος τού τον ανέθεσε, και να τελεί την εορτή των Παμυλίων, η οποία προσομοιάζει στα Φαλληφόρια.

……….Την δεύτερη ημέρα γεννήθηκε ο Αρούηρις, τον οποίον μερικοί καλούν Απόλλωνα ή και πρεσβύτερο Ώρο. Την τρίτη ημέρα γεννήθηκε ο Τυφών, ούτε στον κατάλληλο καιρό ούτε στον κατάλληλο χώρο, αλλά ξεπήδησε από την πληγή που άνοιξε στην πλευρά. Την τέταρτη ημέρα γεννήθηκε η Ίσις μέσα σε πάνυγρο περιβάλλον, την πέμπτη η Νέφθυς, την οποία ονομάζουν Τελευτή και Αφροδίτη, ενώ μερικοί αποκαλούν και Νίκη. Ο Όσιρις και ο Αρούηρις είναι τέκνα τού Ήλιου, η Ίσις τού Ερμή, ενώ ο Τυφών και η Νέφθυς είναι τού Κρόνου. Γι’ αυτό και την τρίτη των επαγομένων ημερών, θεωρώντας την αποφράδα, οι βασιλιάδες δεν ασχολούνταν με τα καθήκοντά τους ούτε φρόντιζαν τους εαυτούς τους μέχρι την νύχτα.

……….Ο Τυφών έλαβε σύζυγο την Νέφθυ. Η Ίσις και ο Όσιρις ερωτεύτηκαν μεταξύ τους και συνουσιάστηκαν μέσα στο σκότος τής γαστρός, πριν ακόμη γεννηθούν. Μερικοί λένε ότι έτσι γεννήθηκε και ο Αρούηρις, και καλείται πρεσβύτερος Ώρος από τους Αιγυπτίους και Απόλλων από τους Έλληνες.

……….Όταν βασίλεψε ο Όσιρις, ευθύς απάλλαξε τους Αιγυπτίους από τον άπορο και θηριώδη βίο, υποδεικνύοντάς τους την συλλογή καρπών, θέτοντας νόμους σ’ αυτούς και διδάσκοντάς τους να τιμούν τους Θεούς. Ύστερα περιήλθε σε όλη την γη τους γιά να την εξημερώσει – έχοντας περιορισμένη ανάγκη από όπλα – προσάγοντας κοντά του τους περισσότερους μέσω τής πειθούς και τού λόγου, θέλγοντάς τους με κάθε είδους ωδή και μουσική. Γι’ αυτό οι Έλληνες πίστευαν ότι είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο.

……….Ο Τυφών – κατά την απουσία τού Οσίριδα – δεν επαναστατούσε, επειδή η Ίσις φυλαγόταν πολύ καλά, πρόσεχε και κυβερνούσε σταθερά. Όταν ο Όσιρις επανήλθε, ο Τυφών ενέργησε με δόλο, συγκεντρώνοντας εβδομηνταδύο συνεργούς και έχοντας μαζί του την βασίλισσα τής Αιθιοπίας, την οποία ονομάζουν Ασώ. Έχοντας μετρήσει κρυφά το σώμα τού Οσίριδα, κατασκεύασε μία ωραία λάρνακα, ίση προς το μέγεθός του, την κόσμησε πλούσια και την έφερε στο συμπόσιο. Οι παριστάμενοι ευχαριστήθηκαν από την όψη της, την θαύμασαν, και ο Τυφών υποσχέθηκε – δήθεν παιχνιδίζοντας – ότι θα την δώριζε σε όποιον είχε ίσο μ’ αυτήν ύψος, αν πρώτα ξαπλωνόταν εντός της. Όλοι αποπειράθηκαν με την σειρά τους, αλλά σε κανέναν δεν ήταν εφαρμοστή. Ο Όσιρις μπήκε και ξαπλώθηκε. Τότε οι συνωμότες επέδραμαν, έκλεισαν το σκέπασμα, άλλοι το κάρφωσαν εξωτερικά, άλλοι το περιέχυσαν με θερμό μολύβι και μετέφεραν την λάρνακα στον ποταμό. Μέσω τού Τανιτικού στομίου την ώθησαν προς την θάλασσα και γι’ αυτό μέχρι σήμερα οι Αιγύπτιοι θεωρούν μισητό και κατάπτυστο εκείνο το σημείο. Αυτά λέγεται ότι διαπράχθηκαν στις δεκαεφτά τού μηνός Αθύρ, όταν ο Ήλιος περνά απ’ τον σκορπιό, στο εικοστό όγδοο εκείνο έτος τής βασιλείας τού Οσίριδα. Μερικοί λένε ότι έζησε και όχι ότι βασίλεψε τόσα χρόνια.

……….Πρώτοι αντιλήφθηκαν το πάθος οι Πάνες και οι Σάτυροι, που κατοικούν στην περιοχή γύρω από την Χέμμη, και διέδωσαν την είδηση, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ονομάζεται «πανικός» η αιφνίδια ταραχή και καταπτόηση τού όχλου. Όταν το αντιλήφθηκε η Ίσις, έκοψε αμέσως την μία πλεξούδα της και φόρεσε πένθιμη στολή, εκεί όπου μέχρι τώρα η πόλη ονομάζεται Κοπτώ. Άλλοι θεωρούν ότι αυτό το όνομα σημαίνει «στέρηση», επειδή το «αποστερώ» λέγεται «κόπτω».

……….Ενώ, λοιπόν, περιπλανιόταν παντού και απορούσε, κανέναν δεν προσπερνούσε χωρίς να τον ρωτήσει, αλλά ακόμη και τα μικρά παιδιά, που συντύχαινε, ρωτούσε γιά την λάρνακα. Συνέτυχε κάποια παιδιά που την είχαν δει και της είπαν γιά το Τανιτικό στόμιο, απ’ το οποίο οι φίλοι τού Τυφώνα έσπρωξαν την λάρνακα στην θάλασσα. Γι’ αυτό οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι τα μικρά παιδιά έχουν μαντική δύναμη και μάλιστα από τις φωνές τους – καθώς παίζουν στα ιερά και λένε οτιδήποτε τους τύχει – λαμβάνουν μαντεύματα. Όταν, επίσης, αντιλήφθηκε ότι ο Όσιρις ερωτεύθηκε την αδελφή της και συνουσιάστηκε μαζί της από άγνοια, νομίζοντας ότι ήταν η Ίσις, και όταν είδε το τεκμήριο, το μελιλώτινο στεφάνι που εκείνος άφησε κοντά στην Νέφθυ, αναζήτησε το παιδί τους, επειδή – ευθύς μετά από τον τοκετό και φοβούμενη τον Τυφώνα – το είχε αφήσει έκθετο. Αφού βρέθηκε με δυσκολία και κόπο, με την βοήθεια των κυνών, η Ίσις το εξέθρεψε και αυτό έγινε φύλακας και συνοδός της, ονομάστηκε Άνουβις και λέγεται ότι φρουρεί τους Θεούς, όπως ακριβώς οι κύνες τους ανθρώπους. Απ’ αυτόν έμαθε γιά την λάρνακα: ότι εκβράστηκε από την θάλασσα στην περιοχή τής Βύβλου, όπου το κύμα την προσκόλλησε μαλακά σ’ έναν θάμνο.

……….Μέσα σε λίγο χρόνο ο θάμνος απέκτησε ωραιότατους και μέγιστους βλαστούς, περιέπτυξε, περιέβαλε και απέκρυψε μέσα του την λάρνακα. Θαυμάζοντας ο βασιλιάς το μέγεθος τού φυτού, έκοψε τον κορμό που περιείχε την σορό και η οποία δεν φαινόταν, και τον τοποθέτησε ως έρεισμα σε μία στέγη. Αφού αυτά έμαθε η Ίσις από τις φήμες ενός δαιμόνιου πνεύματος, αφίχθηκε στην Βύβλο, κάθισε ταπεινή και δακρυσμένη επάνω σε μιά κρήνη και με κανέναν άλλον δεν συνομίλησε, παρά ασπάστηκε τις θεραπαινίδες τής βασίλισσας και έκανε φιλοφρονήσεις περιπλέκοντας την κόμη τους, ενώ απέπνεε επάνω στο δέρμα τους την δική της θαυμαστή ευωδία.

……….Όταν η βασίλισσα είδε τις θεραπαινίδες της, των οποίων τα μαλλιά και το σώμα απέπνεαν αμβροσία, καταλήφθηκε από τον πόθο να γνωρίσει την ξένη. Την προσκάλεσε, λοιπόν, και γνωρίστηκαν και την έκανε τροφό τού παιδιού της. Λέγεται ότι το όνομα τού βασιλιά ήταν Μάλκανδρος, ενώ η ίδια κατ’ άλλους ονομαζόταν Αστάρτη, κατ’ άλλους Σάωσις, κατ’ άλλους Νεμανούν, το οποίο οι Έλληνες θα μετέφραζαν ως Αθηναΐς.

………..Η Ίσις έτρεφε το παιδί δίνοντάς του στο στόμα το δάχτυλο αντί γιά τον μαστό της, και την νύχτα περιέκαιγε τα θνητά μέρη τού σώματός του. Αυτή γινόταν χελιδόνα, πετούσε γύρω από τον κίονα και θρηνούσε, μέχρι που η βασίλισσα – η οποία παραφύλαγε – ξέσπασε σε φωνές όταν είδε το βρέφος να περικαίγεται, και του στέρησε την αθανασία. Τότε η Θεά φανερώθηκε και απαίτησε τον κίονα τής στέγης.

………..Αφού τον αφαίρεσε με μεγάλη ευκολία, απέκοψε τον κορμό τού θάμνου, μετά τον περικάλυψε μ’ ένα λευκό ύφασμα, τον περιέχυσε με μύρο και τον παρέδωσε στους βασιλιάδες, ώστε μέχρι και σήμερα το ξύλο είναι αντικείμενο σεβασμού γιά τους Βύβλιους και κείται στο ιερό τής Ίσιδας. Μετά έπεσε επάνω στην σορό και θρηνούσε τόσο πολύ, ώστε πέθανε το νεώτερο παιδί τού βασιλιά. Παίρνοντας μαζί της το μεγαλύτερο παιδί και θέτοντας σε πλοίο την σορό, ανοίχτηκε στην θάλασσα. Επειδή κατά την αυγή ο ποταμός Φαίδρος έβγαλε σφοδρότερο άνεμο, η Θεά θύμωσε και τού ξήρανε την κοίτη.

……….Στην πρώτη ερημιά που της έτυχε, έμεινε εντελώς μόνη της, άνοιξε την λάρνακα, έθεσε το πρόσωπό της επάνω στο πρόσωπό του, το φίλησε και δάκρυσε. Όταν αντιλήφθηκε ότι το παιδί προσήλθε σιωπηλά πίσω της και κατάλαβε τι γινόταν, στράφηκε και οργισμένη του έριξε ένα φοβερό βλέμμα. Το παιδί δεν άντεξε στον τρόμο και πέθανε. Κάποιοι λένε ότι δεν έγινε έτσι, αλλά ότι κατά κάποιο τρόπο έπεσε στην θάλασσα και απολαμβάνει τιμές χάρη στην Θεά. Γιατί αυτός είναι ο Μανερώτας, τον οποίο τραγουδούν οι Αιγύπτιοι στα συμπόσια. Ορισμένοι αποκαλούν το παιδί Παλαιστινό ή Πηλούσιο, ενώ η πόλη, που κτίστηκε από την Θεά, πήρε απ’ αυτόν τ’ όνομά της. Εξιστορούν, επίσης, ότι ο αδόμενος Μανερώτας πρώτος εφηύρε την μουσική. Μερικοί λένε ότι αυτό δεν είναι το όνομα κανενός, αλλά ότι αποτελεί φράση κατάλληλη γιά όσους ανθρώπους πίνουν και διασκεδάζουν: «ας μας βγουν σε καλό αυτά τα πράγματα». Αυτό, λοιπόν, αναφωνούν οι Αιγύπτιοι κάθε φορά που χρησιμοποιούν την φράση «Μανερώτα».

……….Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το είδωλο ενός πεθαμένου ανθρώπου, το οποίο επιδεικνύουν μέσα σε κιβωτό, δεν είναι ανάμνηση τού πάθους τού Οσίριδα, όπως το εκλαμβάνουν ορισμένοι, αλλά προσάγουν στα συμπόσια αυτό το άχαρο αστείο προσκαλώντας, όσους καταναλώνουν, οίνο να χρησιμοποιούν και ν’ απολαμβάνουν τα παρόντα αγαθά, αφού όλοι πολύ σύντομα έτσι θα γίνουν.

……….Η Ίσις, έχοντας αποθέσει την λάρνακα μακριά, πορεύτηκε προς τον γιό της, τον Ώρο, που μεγάλωνε στον Βούτο. Ο Τυφών βρήκε την λάρνακα τυχαία, ενώ έκανε νυχτερινό κυνήγι μέσα στο φως τής Σελήνης. Αναγνώρισε το σώμα, το έκοψε σε δεκατέσσερα μέρη και το διασκόρπισε. Όταν η Ίσις το έμαθε, μπήκε σε παπύρινο πλοιάριο και το αναζητούσε διαπλέοντας τα έλη. Γι’ αυτό όσοι πλέουν σε παπύρινα σκάφη δεν υφίστανται ζημιές από τους κροκοδείλους, που ή τους φοβούνται ή τους σέβονται εξαιτίας τής Θεάς. Γιά τον ίδιο λόγο αναφέρονται πολλοί τάφοι τού Οσίριδα στην Αίγυπτο: γιατί η Ίσις ενταφίαζε καθένα μέρος του εκεί όπου το εύρισκε. Άλλοι δεν το παραδέχονται, αλλά λένε ότι κατασκεύαζε είδωλα και τα έδινε σε καθεμία πόλη, σαν να έδινε το σώμα του, γιά να τιμάται από περισσότερους και – αν ο Τυφών επικρατούσε τού Ώρου – ν’ αναζητούσε και να μην εύρισκε τον αληθινό τάφο, αφού θα του αναφέρονταν και θα του δείχνονταν πολλοί.

……….Το μόνο από τα μέρη τού Οσίριδα, το οποίο δεν βρήκε η Ίσις, ήταν το πέος του, γιατί ευθύς μόλις ρίχτηκε στον ποταμό, το γεύτηκαν ο λεπιδωτός, το φαγκρί και ο οξύρρυγχος, που γι’ αυτό θεωρούνται κατεξοχήν όσιοι ιχθύες. Η Ίσις κατασκεύασε μία απομίμησή του, κατέστησε ιερό τον φαλλό και μέχρι σήμερα εορτάζεται από τους Αιγύπτιους.

……….Έπειτα, από τον Άδη, ο Όσιρις επισκέφτηκε τον Ώρο, τον προπόνησε γιά μάχη, τον εξάσκησε και μετά τον ρώτησε τι θεωρεί ως κάλλιστο. Εκείνος απάντησε: «να πάρω εκδίκηση γιά τον πατέρα και την μητέρα μου που κακοπάθησαν». Του έκανε και δεύτερη ερώτηση: ποιό από τα ζώα που βγαίνουν στην μάχη θεωρεί χρησιμότατο. Ο Ώρος είπε: «τον ίππο». Ο Όσιρις τον θαύμασε και απόρησε πώς δεν είπε τον λέοντα, αλλά τον ίππο. Τότε, λοιπόν, ο Ώρος απάντησε ότι ο λέων είναι ωφέλιμος σε όποιον χρειάζεται βοήθεια, ενώ ο ίππος βοηθά να διασπώνται και ν’ αναλώνονται οι διαφεύγοντες πολέμιοι. Ο Όσιρις άκουσε κ’ ευχαριστήθηκε που ο Ώρος ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος.

……….Λέγεται ότι τον Ώρο προσέγγιζαν συνεχώς πολλοί, καθώς και η Θούηρις, η παλλακίδα τού Τυφώνα, ενώ ένας όφις που την καταδίωκε, κατακόπηκε από έναν συνοδό τού Ώρου, γι’ αυτό και σήμερα, ως ανάμνηση τού περιστατικού, τοποθετούν στην μέση ένα σχοινί και το κατακόπτουν. Η μάχη διάρκεσε πολλές ημέρες κ’ επικράτησε ο Ώρος. Η Ίσις παρέλαβε δεμένο τον Τυφώνα, αλλά δεν τον σκότωσε, παρά τον έλυσε και τον απελευθέρωσε. Ο Ώρος αντέδρασε άσχημα: έβαλε τα χέρια του στην κεφαλή της και της απέσπασε το βασιλικό στέμμα. Ο Ερμής, όμως, τής επέθεσε ως κράνος την κεφαλή ενός βοδιού. Όταν ο Τυφών έκανε δίκη εναντίον τού Ώρου, μηνύοντάς τον ως νόθο, οι Θεοί έκριναν γνήσιο και τον Ώρο, με την βοήθεια τού Ερμή. Ο Τυφών καταπολεμήθηκε σε δύο ακόμη μάχες.

……….Η Ίσις συνουσιάστηκε με τον Όσιρη – μετά τον θάνατό του – και γέννησε τον εφταμηνίτικο και ασθενή στα κάτω άκρα Αρποκράτη. Αυτά είναι τα στοιχειώδη κεφάλαια τού μύθου, απ’ όπου εξαίρεσα τα πιό δυσφημιστικά, όπως είναι ο διαμελισμός τού Ώρου και ο αποκεφαλισμός τής Ίσιδας, γιατί – αν αυτά αναφέρουν και υποστηρίζουν ως αληθινές πράξεις και συμπτώσεις, σχετικές με την μακάρια και άφθαρτη φύση, μέσω τής οποίας κατεξοχήν νοείται το θείο – «πρέπει να φτύσουμε και να καθαρίσουμε το στόμα μας», κατά τον Αισχύλο, και τίποτε να μην πούμε ενώπιόν σου, επειδή και η ίδια αγανακτείς με όσους έχουν τέτοιες παράνομες και βάρβαρες αντιλήψεις γιά τους Θεούς. Και η ίδια γνωρίζεις ότι αυτά γενικά δεν μοιάζουν με ισχνά μυθεύματα και μάταια πλάσματα τής φαντασίας – σαν εκείνα που από μόνοι τους γεννούν οι ποιητές και οι λογογράφοι, όπως οι αράχνες, που εξαρχής υφαίνουν και προεκτείνουν χωρίς βάση – αλλά ότι εμπεριέχουν στοιχεία που προκαλούν αμηχανία, καθώς και διηγήσεις παθών. Και όπως ακριβώς οι μαθηματικοί λένε ότι η ίρις είναι εικόνα μιάς εμφάνισης τού Ήλιου, που ποικίλλεται από χρώματα λόγω τής αντανάκλασης επάνω στο νέφος, έτσι και αυτός εδώ ο μύθος είναι ένας τρόπος εμφάνισης τού λόγου, που κατευθύνει την διάνοια σε άλλα, όπως υποδηλώνουν και οι θυσίες, οι οποίες αφήνουν να διαφαίνεται το πένθιμο και σκυθρωπό χαρακτηριστικό τους, αλλά υποδηλώνει και η διάταξη των ναών, που από την μία πλευρά τούς βλέπουμε με μακριές πτέρυγες και δρόμους υπαίθριους και καθαρούς, ενώ από την άλλη έχουν κρυφά και σκοτεινά, υπόγεια στολιστήρια, όμοια με νεκροθαλάμους και με άδυτα ιερών, και εξίσου υποδηλώνουν οι δοξασίες των Οσιρείων, που λένε ότι σε πολλά μέρη κείτεται το σώμα του.

……….Λέγεται ότι η πολίχνη, που ονομάζεται Διοχίτη, είναι η μόνη που κατέχει τον αληθινό Όσιρη και στην Άβυδο επιθυμούν ιδιαιτέρως να θάβονται οι ευδαίμονες και δυνατοί Αιγύπτιοι, γιατί θεωρούν τιμή τους να είναι ομόταφοι τού σώματος τού Οσίριδα. Λένε ότι ο Άπις – που είναι σύμβολο τής ψυχής τού Οσίριδα – εκτρέφεται στην Μέμφιδα, εκεί όπου κείτεται και το σώμα του. Άλλοι ερμηνεύουν την πόλη ως «όρμο αγαθών» και άλλοι ως «τάφο τού Οσίριδα», ενώ την νησίδα κοντά στις Φιλές την θεωρούν άβατη και απροσπέλαστη σε όλους, που ούτε πτηνά πετούν επάνω της ούτε ιχθύες την πλησιάζουν, αλλά στην κατάλληλη ημέρα αποβιβάζονται οι ιερείς, προσφέρουν νεκρώσιμες θυσίες και στεφανώνουν τον τάφο που περισκιάζεται απ’ το φυτό τής μηδίθης, το οποίο ξεπερνά σε ύψος κάθε ελιάς το μέγεθος. Ο Εύδοξος, μεταξύ των πολλών τάφων που αναφέρονται στην Αίγυπτο, λέει ότι το σώμα τού Οσίριδα κείτεται στην Βούσιρη, γιατί αυτή ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Γιά την Ταφόσιρη δεν χρειάζεται ιδιαίτερος λόγος, αφού το ίδιο το όνομά της εκφράζει την «ταφή τού Οσίριδα». Αφήνω την τομή τού ξύλου, το σχίσιμο τού λινού υφάσματος και τις γενόμενες χοές, επειδή πολλά μυστήρια αναμείχθηκαν μ’ αυτά.

.

……….Πλούταρχος,

……….«Περί τού Ει τού εν Δελφοίς»,

……….απόσπασμα:

.

……….Ούτε αριθμό, λοιπόν, ούτε τάξη ούτε σύνδεσμο ούτε κάτι άλλο από τα ελλιπή μόρια θεωρώ ότι σημαίνει αυτό το γράμμα, αλλά ότι είναι αυτοτελής προσαγόρευση και προσφώνηση τού Θεού, η οποία – κατά την ρήση της – καθιστά αυτόν που την προφέρει ικανό να εννοήσει την δύναμη τού Θεού. Ο Θεός απευθύνει σαν ασπασμό, προς τον καθένα από εμάς που ερχόμαστε εδώ, το «γνώθι σαυτόν», που δεν είναι καθόλου κατώτερο από το «χαίρε». Εμείς, πάλι, αντιχαιρετώντας τον Θεό λέμε «Ει», αποδίδοντάς του την προσαγόρευση τού «είναι», ως αληθή και αψευδή και την μόνη που ταιριάζει μόνον σ’ αυτόν. Εμείς, λοιπόν, όντως δεν μετέχουμε καθόλου στο «είναι», αλλά κάθε θνητή φύση υπάρχει μεταξύ γενέσεως και φθοράς, και παρέχει φαντασματική και αμυδρή και αβέβαιη εντύπωση τού εαυτού της. Αν, πάλι, θελήσεις να βάλεις όλη την διανοητική δύναμή σου γιά να την συλλάβεις, τότε, όπως ακριβώς το σφοδρό άδραγμα τού ύδατος οδηγεί στην διαρροή και απώλεια τού αδραγμένου, λόγω τής πίεσης και τής σύσφιξης τής παλάμης, έτσι και ο λόγος σφάλλει, όταν επιδιώκει την υπερβολική ενάργεια ως προς τα παθητά και μεταβλητά καθενός όντος, παρατηρώντας άλλοτε το γινόμενο και άλλοτε το φθειρόμενο ον, και μη δυνάμενος να συλλάβει κάτι σταθερό ή όντως ον.

……….Κατά τον Ηράκλειτο, «δεν είναι δυνατόν να μπεις δύο φορές στον ίδιο ποταμό», ούτε την θνητή ουσία ν’ αγγίξεις δύο φορές στην ίδια κατάσταση, αλλά με την οξύτητα και την ταχύτητα τής μεταβολής «σκορπίζεται και πάλι συνάγεται» ή – μάλλον – ούτε πάλι ούτε ύστερα, αλλά συνάμα συντίθεται και διαλύεται, «προσέρχεται και απέρχεται», άρα ούτε το γινόμενό της περαίνει στο «είναι», αφού η γένεση μηδέποτε λήγει ή υφίσταται, ενώ από το σπέρμα, με συνεχείς μεταβολές, κατασκευάζει το έμβρυο, έπειτα το βρέφος, έπειτα το παιδί, στην συνέχεια τον έφηβο και τον νεαρό, έπειτα τον άνδρα και τον ηλικιωμένο και τον γέροντα, φθείροντας τις πρώτες γενέσεις και ηλικίες διά μέσου των επιγινομένων. Εμείς, όμως, φοβόμαστε έναν θάνατο – είναι αστείο – ενώ ήδη έχουμε πεθάνει και πεθαίνουμε πολλές φορές.

……….Όχι μόνον, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, «ο θάνατος τού πυρός είναι γένεση τού αέρα, και ο θάνατος τού αέρα είναι γένεση τού ύδατος», αλλά ακόμη σαφέστερα σ’ εμάς τους ίδιους φθείρεται αυτός που ακμάζει και γίνεται γέροντας, και το παιδί γίνεται νέος, και το νήπιο γίνεται παιδί. Ο χθεσινός πέθανε μέσα στον σημερινό, και ο σημερινός πεθαίνει μέσα στον αυριανό, ενώ δεν παραμένει κανείς, ούτε είναι ένας, αλλά πολλοί γινόμαστε, καθώς η ύλη περιστρέφεται διολισθαίνοντας γύρω από ένα φάντασμα και κοινό εκμαγείο. Έπειτα, πώς γίνεται να παραμένουμε οι ίδιοι, αφού τώρα χαιρόμαστε με άλλα πράγματα, πρωτύτερα με άλλα, ενώ αγαπούμε και μισούμε και θαυμάζουμε και ψέγουμε τ’ αντίθετα, χρησιμοποιούμε άλλους λόγους, πάσχουμε άλλα πάθη, μη έχοντας πιά ούτε την ίδια εμφάνιση ούτε την ίδια μορφή ούτε την ίδια διάνοια;

……….Ούτε χωρίς μεταβολή, λοιπόν, είναι φυσικό να παθαίνουμε άλλα πράγματα, ούτε μεταβαλλόμενοι να είμαστε οι ίδιοι. Εάν, όμως, κάποιος δεν είναι ο ίδιος, τότε ούτε καν «είναι», αλλά μεταβάλλει το ίδιο το «είναι», καθώς γίνεται άλλος από άλλον. Η αίσθηση ψεύδεται αγνοώντας ότι το φαινόμενο δεν είναι ον. Τι, λοιπόν, είναι όντως ον; Το αΐδιο και αγένητο και άφθαρτο, στο οποίο κανείς χρόνος δεν επιφέρει μεταβολή, επειδή ο χρόνος είναι κάτι κινητό, που εμφανίζεται μαζί με την κινούμενη ύλη και πάντοτε ρέει και δεν είναι στεγανός, όπως ακριβώς ένα αγγείο φθοράς και γένεσης, όπου λέγεται το «έπειτα» και το «πρωτύτερα» και το «θα είναι» και το «έχει γίνει», ομολογώντας από μόνες τους το μη ον. Είναι, λοιπόν, ανόητο και άτοπο να λέγεται ότι «είναι» αυτό που ακόμη δεν έφτασε στο «είναι» ή που ήδη έπαψε να «είναι».

…………Εκείνο, μάλιστα, στο οποίο στηρίζουμε την νόησή μας γιά τον χρόνο – και λέμε «είναι υπαρκτό», «είναι παρόν», «τώρα» – όταν ο λόγος το επικαλύψει υπερβολικά, το αφανίζει, γιατί αυτό εκθλίβεται προς το μέλλον και προς το παρελθόν, και αναγκαστικά διαχωρίζεται, όπως ακριβώς η αυγή στα μάτια όσων θέλουν να την δουν. Εάν, λοιπόν, η μετρούμενη φύση παθαίνει τα ίδια με αυτό που την μετρά, τίποτε δικό της δεν παραμένει και τίποτε δεν είναι ον, αλλά τα πάντα γίνονται και φθείρονται ανάλογα προς την συμμετοχή τους στον χρόνο. Άρα, δεν είναι φρόνιμο να λέμε γιά το ον ότι ήταν ή ότι θα είναι, γιατί αυτά είναι κάποιες αποκλίσεις και παραλλαγές αυτού που εκ φύσεως δεν παραμένει στο «είναι».

……….Όμως ο Θεός «είναι» – και πρέπει να χρησιμοποιούμε το «Ει» – και «είναι» ανεξάρτητα από τον χρόνο, «είναι» στην ακίνητη και άχρονη και απαρέγκλιτη αιωνιότητα, και δεν υπάρχει τίποτε προγενέστερο ή μεταγενέστερο αυτού, ούτε μελλοντικό ούτε παρελθοντικό ούτε παλαιότερο ούτε νεώτερο, αλλά είναι ένας, και με ένα «τώρα» γεμίζει το «πάντοτε», και μοναδικό όντως ον είναι όποιο με αυτόν τον τρόπο «είναι», αφού ούτε έγινε ούτε θα γίνει ούτε άρχισε ούτε θα πάψει. Έτσι, λοιπόν, σεβόμενοι τον Θεό πρέπει να τον χαιρετούμε και να τον προσαγορεύουμε, «Ει», και – μα τον Δία, όπως έλεγαν μερικοί παλαιότεροι – «Ει εν», γιατί το Θείο δεν είναι πολλά, όπως καθένας από εμάς είναι άθροισμα μυρίων διαφορών, οι οποίες προκύπτουν από πάθη, άθροισμα πολυποίκιλο και ανάμιξη πλήθους συγκεντρωμένων στοιχείων.

.

ΤΜΗΜΑ  ΔΕΚΑΤΟ

 .

……….Σαλούστιος,

……….«Περί Θεών και Κόσμου»,

……….κεφάλαιο η΄:

.

……….Από τους μύθους, άλλοι είναι θεολογικοί, άλλοι φυσικοί, άλλοι ψυχικοί, άλλοι υλικοί και άλλοι είναι μικτοί απ’ όλα τούτα τα είδη. Θεολογικοί είναι όσοι δεν χρησιμοποιούν κανενός είδους σώμα, αλλά εξετάζουν τις ίδιες τις ουσίες των Θεών, όπως είναι ο μύθος των καταπόσεων των παιδιών τού Κρόνου. Επειδή ο Θεός είναι νοερός και κάθε νους επιστρέφει στον εαυτό του, ο μύθος υπαινίσσεται την ουσία τού Θεού. Φυσικούς πρέπει να θεωρούμε τους μύθους όταν μιλούν γιά τις ενέργειες των Θεών στον Κόσμο. Επειδή ακριβώς μερικοί ήδη θεώρησαν χρόνο τον Κρόνο και αποκάλεσαν παιδιά τού Όλου τα μέρη τού χρόνου, λένε ότι τα παιδιά καταπίνονται από τον πατέρα τους. Ο ψυχικός τρόπος εξέτασης είναι η επισκόπηση των ενεργειών τής ίδιας τής ψυχής, αφού και οι νοήσεις των ψυχών μας – ακόμη και όταν εκπέμπονται προς τους άλλους – παραμένουν μέσα σ’ αυτές που τις γεννούν. Ο υλικός τρόπος είναι και ο έσχατος σε αξία και αυτός που περισσότερο χρησιμοποιούν οι Αιγύπτιοι, λόγω απαιδευσίας, θεωρώντας Θεούς τα ίδια τα σώματα και αποκαλώντας Ίσιδα την γη, Όσιρη το υγρό στοιχείο, Τυφώνα την θερμότητα, ή Κρόνο το ύδωρ, Άδωνη τους καρπούς, Διόνυσο τον οίνο. Είναι χαρακτηριστικό των σωφρονούντων ανθρώπων να λένε ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι αφιερωμένα στους Θεούς, όπως ακριβώς και τα βότανα και οι λίθοι και τα ζώα, ενώ είναι χαρακτηριστικό των τρελών να τα αποκαλούν Θεούς, εκτός εάν από συνήθεια τα αποκαλούν έτσι, όπως ακριβώς ονομάζουμε Ήλιο και την ηλιακή σφαίρα και την ακτίνα που εκπορεύεται από την σφαίρα. Το μικτό είδος μπορούμε να το δούμε σε πολλούς και διάφορους μύθους, ακόμη και σ’ εκείνον που λέει ότι η Έρις έρριξε χρυσό μήλο στο συμπόσιο των Θεών και ότι οι Θεές φιλονικούσαν γι’ αυτό και από τον Δία παραπέμφθηκαν προς τον Πάρη γιά να κριθούν. Σ’ αυτόν φάνηκε όμορφη η Αφροδίτη και σ’ αυτήν έδωσε το μήλο. Εδώ το συμπόσιο υποδηλώνει τις υπερκόσμιες δυνάμεις των Θεών και γι’ αυτό βρίσκονται όλες μαζί. Το χρυσό μήλο υποδηλώνει τον Κόσμο, ο οποίος έγινε από τα αντίθετα και ταιριάζει να λέμε ότι ρίχτηκε από την Έριδα. Επειδή κάθε Θεός χαρίζει στον Κόσμο κάτι διαφορετικό, φαίνονται να φιλονικούν γιά το μήλο. Η ψυχή που ζει σύμφωνα με τις αισθήσεις – γιατί αυτή είναι ο Πάρις – δεν βλέπει μέσα στον Κόσμο τις άλλες δυνάμεις, παρά μόνον το κάλλος, και λέει ότι το μήλο είναι τής Αφροδίτης. Οι θεολογικοί μύθοι είναι κατάλληλοι γιά τους φιλοσόφους, οι φυσικοί και οι ψυχικοί γιά τους ποιητές, οι μικτοί γιά τις τελετές, επειδή κάθε τελετή θέλει να μας συνάψει με τον Κόσμο και με τους Θεούς. Αν πρέπει να πούμε και άλλον μύθο, ας αναφέρουμε την Μητέρα των Θεών, γιά την οποία λένε ότι είδε τον Άττη ξαπλωμένο κοντά στον ποταμό Γάλλο, τον ερωτεύτηκε, έλαβε τον αστερωτό πίλο και τον τοποθέτησε στην κεφαλή του, και στην συνέχεια τον είχε δίπλα της, ενώ ο Άττις ερωτεύτηκε την Νύμφη, εγκατέλειψε την Μητέρα των Θεών και συγκατοίκησε με την Νύμφη. Γι’ αυτό η Μητέρα των Θεών έκανε τον Άττη μανιακό, αυτός απέκοψε τα γεννητικά όργανά του, τα άφησε κοντά στην Νύμφη και πάλι ανέβηκε γιά να συγκατοικήσει με την Μητέρα των Θεών. Η Μητέρα των Θεών, λοιπόν, είναι ζωογόνος Θεά και γι’ αυτό αποκαλείται Μητέρα. Ο Άττις είναι ο δημιουργός όσων γίνονται και φθείρονται, γι’ αυτό και λέγεται ότι βρέθηκε κοντά στον ποταμό Γάλλο, επειδή ο Γάλλος υπαινίσσεται τον κύκλο τού γαλαξία, απ’ όπου έρχεται το παθητό σώμα. Επειδή οι πρώτοι Θεοί τελειοποιούν τους δεύτερους, η Μητέρα ερωτεύεται τον Άττη και του δίνει ουράνιες δυνάμεις, γιατί αυτό συμβολίζει ο πίλος. Ο Άττις, όμως, ερωτεύεται την Νύμφη. Οι Νύμφες είναι οι επόπτριες των γενέσεων, επειδή ρέει καθετί που γίνεται. Επειδή, όμως, έπρεπε να ανασταλεί η γένεση και από τα έσχατα να μην γίνει κάτι χειρότερο, ο δημιουργός των εσχάτων άφησε γόνιμες δυνάμεις στην γένεση και συνάφθηκε πάλι με τους Θεούς. Αυτά, όμως, ουδέποτε έγιναν, αλλά πάντοτε υπάρχουν, και ενώ ο νους βλέπει ταυτόχρονα τα πάντα, ο λόγος άλλα αναφέρει ως πρώτα και άλλα ως δεύτερα. Έτσι, επειδή ο μύθος βρίσκεται σε στενή σχέση με τον Κόσμο, ενώ εμείς μιμούμαστε τον Κόσμο – γιατί πώς αλλιώς θα γινόμασταν περισσότερο κόσμιοι; – εορτάζουμε αυτά τα πράγματα. Κατ’ αρχήν, επειδή κ’ εμείς έχουμε πέσει από τον ουρανό και συγκατοικούμε με την Νύμφη, βρισκόμαστε σε κατήφεια και απέχουμε από τον σίτο και από άλλες παχιές και ρυπαρές τροφές, επειδή και τα δύο είναι ενάντια στην ψυχή. Έπειτα, το κόψιμο τού δέντρου και η νηστεία συμβολίζει επακριβώς την αποκοπή μας από την πρόοδο τής περαιτέρω γένεσης. Μετά, η γαλακτούχα τροφή συμβολίζει επακριβώς την αναγέννησή μας, και ακολουθεί η ιλαρότητα και τα στεφανώματα, σαν επάνοδος προς τους Θεούς. Γι’ αυτά μαρτυρεί και η εποχή των δρωμένων: αυτά λαμβάνουν χώρα κατά την άνοιξη και την ισημερία, όταν τα γινόμενα παύουν να γίνονται και όταν η ημέρα μεγαλώνει εις βάρος τής νύχτας, κάτι που είναι οικείο στις αναγόμενες ψυχές. Κατά την αντίθετη ισημερία μυθολογείται ότι γίνεται η αρπαγή τής Κόρης, που σημαίνει την κάθοδο των ψυχών. Αυτά γιά τους μύθους. Σ’ εμάς, που τα είπαμε, ας είναι ευνοϊκοί οι Θεοί και οι ψυχές όσων έγραψαν τους μύθους.

.

……….Σαλούστιος,

……….«Περί Θεών και Κόσμου»,

……….κεφάλαιο ιγ΄:

.

……….Ο Κόσμος κατ’ ανάγκη είναι άφθαρτος και αγένητος, και είναι κατ’ ανάγκη άφθαρτος γιατί, αν φθαρεί, θα γίνει ή καλύτερος ή χειρότερος ή ίδιος ή ανύπαρκτος. Αν γίνει χειρότερος, τότε είναι κακός αυτός που από το καλύτερο πλάθει το χειρότερο. Αν γίνει καλύτερος, τότε είναι αδύνατος αυτός που δεν πλάθει εξαρχής το καλύτερο. Αν γίνει ίδιος, τότε μάταια θα ξαναπλαστεί. Αν γίνει ανύπαρκτος, είναι αθέμιτο ακόμη και ν’ ακούμε κάτι τέτοιο. Ο Κόσμος είναι αγένητος και επαρκώς το αποδεικνύουν τ’ ακόλουθα. Αφού δεν φθείρεται, τότε δεν έγινε, επειδή καθετί που γίνεται, φθείρεται. Ο Κόσμος κατ’ ανάγκη υπάρχει, λόγω τής αγαθότητας τού Θεού, και αφού ο Θεός είναι πάντοτε αγαθός, ο Κόσμος υπάρχει. Όπως ακριβώς μαζί με τον ήλιο και το πυρ συνυφίσταται το φως, και μαζί με το σώμα η σκιά. Από τα σώματα, που υπάρχουν στον Κόσμο, άλλα μιμούνται τον νου και κινούνται κυκλικά, άλλα την ψυχή και κινούνται ευθύγραμμα. Απ’ όσα κινούνται ευθύγραμμα, το πυρ και ο αέρας κινούνται προς τα άνω, ενώ η γη και το ύδωρ προς τα κάτω. Απ’ όσα κινούνται κυκλικά, η απλανής σφαίρα φέρεται από την ανατολή προς την δύση, ενώ οι άλλες επτά από την δύση προς την ανατολή. Οι αιτίες αυτού τού δεδομένου είναι πολλές και διάφορες. Η περιφορά των σφαιρών, γιά παράδειγμα, δεν έγινε ταχεία, γιά να μην είναι ατελής η γένεση. Επειδή η κίνηση είναι διαφορετική, είναι κατ’ ανάγκη διαφορετική και η φύση των σωμάτων, ώστε το ουράνιο σώμα ούτε καίει ούτε ψύχει ούτε κάνει κάτι άλλο, από εκείνα που χαρακτηρίζουν τα τέσσερα στοιχεία.

.

……….Σαλούστιος,

……….«Περί Θεών και Κόσμου»,

……….κεφάλαιο ιζ΄:

.

……….Την Πρόνοια των Θεών μπορούμε να την δούμε και από τ’ ακόλουθα. Από πού προήλθε η τάξη στον Κόσμο, εάν κανείς δεν τον τακτοποίησε; Από πού προήλθε η σκοπιμότητα τής γένεσης των πάντων, όπως – γιά παράδειγμα – η γένεση τής άλογης ψυχής με σκοπό την ύπαρξη αίσθησης, και τής λογικής ψυχής με σκοπό την ύπαρξη κοσμιότητας στην γη; Την Πρόνοια μπορούμε να την δούμε και στην φύση: τα μάτια κατασκευάστηκαν διαφανή ώστε να βλέπουμε, η μύτη κατασκευάστηκε επάνω από το στόμα ώστε να διακρίνει τα δυσώδη, τα μεσαία δόντια είναι οξέα ώστε να τέμνουν, ενώ τα εσωτερικά είναι πλατιά ώστε να συντρίβουν τις τροφές. Όλα, λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, βλέπουμε ότι κατασκευάστηκαν κατά την λογική. Είναι αδύνατον, λοιπόν, να υπάρχει τόση Πρόνοια γιά τα έσχατα, και γιά τα πρώτα να μην υπάρχει. Ακόμη και οι μαντείες και οι θεραπείες των σωμάτων, οι οποίες γίνονται στον Κόσμο, είναι προϊόντα τής αγαθής Πρόνοιας των Θεών. Πρέπει, όμως, να θεωρούμε ότι, αυτή η επιμέλεια των Θεών γιά τον Κόσμο, δεν είναι αποτέλεσμα ιδιαίτερης βούλησης ή ιδιαίτερης καταπόνησης των Θεών, αλλά όπως ακριβώς τα σώματα που έχουν δύναμη κάνουν, αυτό που κάνουν, μόνον με την ίδια την ύπαρξή τους, όπως ο ήλιος φωτίζει και θάλπει μόνον με την ίδια την ύπαρξή του, κατά τον ίδιο τρόπο και σε μεγαλύτερο βαθμό η Πρόνοια των Θεών από μόνη της και ακαταπόνητα γίνεται αγαθοποιός γιά όσα προνοεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαλύονται και οι αναζητήσεις των Επικουρείων, που λένε ότι το ίδιο το Θείο ούτε κατέχει ούτε σε άλλους παρέχει ενασχολήσεις. Τέτοιου είδους, λοιπόν, είναι η ασώματη Πρόνοια των Θεών γιά τα σώματα και τις ψυχές. Εκείνη, όμως, που προέρχεται από τα σώματα και ενυπάρχει σ’ αυτά είναι άλλη και καλείται Ειμαρμένη, επειδή περισσότερο φανερώνει τον ειρμό μέσα στα σώματα. Γι’ αυτήν εφευρέθηκε η μαθηματική τέχνη, εφόσον είναι εύλογο και αληθές ότι τ’ ανθρώπινα πράγματα – και μάλιστα η σωματική φύση – δεν διοικούνται μόνον από τους Θεούς αλλά και από τα θεϊκά σώματα. Γι’ αυτό, ο ίδιος συλλογισμός ανακαλύπτει κατ’ αξία ότι από εκεί προέρχονται η υγεία και η νόσος, οι ευτυχίες και οι δυστυχίες. Θεωρώντας προϊόντα τής Ειμαρμένης τις αδικίες και τις ασέλγειες είναι σαν να θεωρούμε εμάς αγαθούς, ενώ τους Θεούς κακούς, εκτός αν κάποιος θέλει να πει τούτο: ότι γιά ολόκληρο τον Κόσμο και γιά όσα ενέχονται στην φύση, τα πάντα τείνουν προς το αγαθό, ενώ η κακή ανατροφή και η ασθενέστερη φύση μεταβάλλουν προς το χειρότερο τ’ αγαθά τής Ειμαρμένης, όπως ακριβώς ο ήλιος που – ενώ είναι γιά όλους ένα αγαθό – συμβαίνει να είναι βλαβερός γιά όσους πάσχουν από οφθαλμία ή έχουν πυρετό. Γιατί, λοιπόν, οι Μασσαγέτες τρώνε τους πατέρες τους, οι Εβραίοι περιτέμνονται και οι Πέρσες φροντίζουν γιά την ευγενική καταγωγή; Πώς, ενώ ονομάζουν κακοποιούς τον Κρόνο και τον Άρη, μετά τους θεωρούν αγαθούς και ανάγουν σ’ εκείνους την φιλοσοφία, την βασιλεία, τις στρατηγίες και τους θησαυρούς; Αν, πάλι, μιλούν γιά τρίγωνα και τετράγωνα, είναι άτοπο η ανθρώπινη αρετή παντού να παραμένει η ίδια, ενώ οι Θεοί να μεταβάλλονται ανάλογα με την τοποθεσία τους. Επίσης, η πρόρρηση τής ευγένειας ή τής δυσγένειας των πατέρων διδάσκει ότι οι αστέρες δεν προκαλούν τα πάντα, αλλά μόνον σημαίνουν κάποια πράγματα. Πώς είναι δυνατόν από την γένεση να γίνονται τα προϋπάρχοντα τής γένεσης; Όπως ακριβώς, λοιπόν, η Πρόνοια και η Ειμαρμένη υπάρχει γιά τα έθνη και τις πόλεις και γιά καθέναν άνθρωπο, έτσι υπάρχει και η Τύχη, γιά την οποία λέω τ’ ακόλουθα. Η θεϊκή δύναμη, που συντάσσει τα διάφορα και όσα παρ’ ελπίδα οδηγούν στο αγαθό, θεωρείται ως Τύχη, και γι’ αυτό κατ’ εξοχήν ταιριάζει στις πόλεις να τιμούν την Θεά από κοινού, αφού κάθε πόλη συνίσταται από διάφορα πράγματα. Η Τύχη έχει την δύναμή της στην σελήνη, επειδή υπεράνω τής σελήνης τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει από την Τύχη. Επίσης, δεν είναι άξιο θαυμασμού το ότι ευτυχούν οι κακοί ενώ πένονται οι αγαθοί, αφού λόγω πλούτου οι πρώτοι κάνουν τα πάντα και οι δεύτεροι δεν κάνουν τίποτε, και η ευτυχία των κακών δεν μπορεί ν’ αφαιρέσει την κακία τους, ενώ στους αγαθούς είναι αρκετή μόνον η Αρετή.

,

 

* * * * * * *

*

.

Μέρος  Γ΄

 .

Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

.

«Καθένας από εμάς τυχαίνει να μην είναι αυτάρκης, αλλά να χρειάζεται πολλά».                           ΠΛΑΤΩΝ

.

Επιλογή ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας

.

  • Βαρβιτσιώτης Θ., Λεξικόν Αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα, 1997.
  • Βλαστός Γ., Πλατωνικές Μελέτες, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα, 1994.
  • Βλαστός Γ., Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος (ελληνική μετάφραση: Π. Καλλιγάς), Αθήνα, 1993.
  • Buchwald W. – Hohlweg A. – Prinz Ot., Tusculum – Λεξικόν, Αθανάσιος Φουρλάς, Αθήνα, 1993.
  • Burkert W., Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1993.
  • Γεωργιάδης Α., Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Γεωργιάδης, Αθήνα, 2002.
  • Γράβιγγερ Π., Σαλούστιου: Περί Θεών και Κόσμου, Ιδεοθέατρον – Διμέλη, Αθήνα, 1999.
  • Δέλτα Σ., Επίκτητου Εγχειρίδιον κ.ά., Βιβλιοπωλείον τής Εστίας, Αθήνα, 2002.
  • Δεσποτόπουλος Κ., Η πολιτική φιλοσοφία τού Πλάτωνος, Αθήνα, 1957.
  • Δούκας Κ., Ομήρου Ιλιάς, Αθήνα, 1998.
  • Δούκας Κ., Ομήρου Οδύσσεια, Αθήνα, 1999.
  • Edelstein L., Ο στωικός σοφός, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2002.
  • Θεοδωρακόπουλος Ι. Ν., Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Αθήνα, 1970.
  • Θεοδωρίδης Χ., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (ανατύπωση), Αθήνα, 2000.
  • Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα, 1971-1979.
  • Κάλφας Β., Πλάτων: Τίμαιος, Πόλις, Αθήνα, 1995.
  • Καραγιάννης Γ., Ο παιδαγωγικός Έρως στην Αρχαία Ελλάδα, Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη, 2003.
  • Κοραής Α., Ισοκράτους λόγοι και επιστολαί μετά σχολίων παλαιών, Παρίσι, 1807.
  • Kroh P., Λεξικό Αρχαίων Συγγραφέων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1996.
  • Λέσκυ Α., Ιστορία τής Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 1990.
  • Λωρέντης Ν., Λεξικόν των Αρχαίων Μυθολογικών, Ιστορικών και Γεωγραφικών Κυρίων Ονομάτων, Βιέννη, 1837.
  • Long A. A., Η ελληνιστική φιλοσοφία: Στωικοί – Επικούρειοι – Σκεπτικοί, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα, 1987.
  • Μανδηλαράς Β., Ισοκράτης – Άπαντα, Κάκτος, Αθήνα, 1993.
  • Ματσούκας Ν., Ιστορία τής Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη, 1993.
  • Μερακλής Μ. Γ., Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς – Η ζωή και το έργο του, Ο. Ε. Σ. Β., Αθήνα, 1966.
  • Μιχαηλίδης Σ., Εγκυκλοπαίδεια τής Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, Αθήνα.
  • Παπαθεοδώρου Α., Πλάτωνος Τίμαιος, Πάπυρος, Αθήνα, 1956.
  • Πλούταρχος – Ηθικά, τόμος δέκατος, Κάκτος, Αθήνα, 1995.
  • Rose H. J., Ιστορία τής λατινικής λογοτεχνίας, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα, 1994.
  • Συκουτρής Ι., Αρχαία Επιστολογραφία, Αθήνα, 1988.
  • Συκουτρής Ι., Πλάτωνος Συμπόσιον, Αθήνα, 1990.
  • Sitter-Liver B., «Πεπερασμένο: μιά παραμελημένη προοπτική στη Βιοηθική», περιοδικό «Θρησκειολογία», τεύχος 5, σελ. 305-322, Αθήνα, 2004.
  • Τσακνάκης Α., Αλκίφρων: Οι επιστολές των Εταιρών, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2006.
  • Τσακνάκης Α., Αλκίφρων: Οι επιστολές των Παρασίτων, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2006.
  • Τσακνάκης Α., Επίκτητος: Εγχειρίδιο, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσακνάκης Α., Πλάτων: Ερασταί – Φιλοκερδής, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2004.
  • Τσακνάκης Α., Πλάτων: Ίων, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2004.
  • Τσακνάκης Α., Πλάτων: Περί φιλίας, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσακνάκης Α., Πλάτων: Τίμαιος, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσακνάκης Α., Πλούταρχος: Ίσις και Όσιρις, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσακνάκης Α., Πλούταρχος: Το δελφικό Ει, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσακνάκης Α., Σαλούστιος: Περί Θεών και Κόσμου, Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
  • Τσέλλερ-Νέστλε, Ιστορία τής Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, 2000.
  • Frankfurt H. G., Η Ηθική τής Αγάπης, Ποιότητα, Αθήνα, 2004.
  • Χριστοδούλου Ι. Σ., Επίκτητος, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1997.

,

Επιλογή ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας

.

  • Anastasi R., I frammenti degli Stoici antichi, Padova, 1962.
  • Attilio L. M., Plutarco e il V secolo, Istituto Editoriale Cisalpino, Milano, 1955.
  • Barrow R. H., Plutarch and his times, London, 1967.
  • Blass G. E. – Benselers G. E., Isokratis orationes, Editio altera stereotypa, Leipzig, 1913.
  • Brisson L., Platon: Les mots et les mythes, Paris, 1982.
  • Brun J., Le Stoicisme, Paris, 1961.
  • Brun J., Les Stoiciens, Paris, 1962.
  • Burnet I., Platonis Opera, Oxonii (Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis), 1903.
  • Cloché P., Isocrate et son temps, Paris, 1963.
  • Cornford F. M., Plato’s Cosmology, Cambridge, 1937.
  • Desideri A., Storia e storiografia, G. D’ Anna, Milano, 1989.
  • Disertori B., Il messagio del Timeo, Padova, 1965.
  • Dobson J. F., The Greek Orators, London, 1919.
  • Drerup E., Isokratis opera omnia, Leipzig, 1906.
  • Engelhardt H. T., Bioethics and Secular Humanism – The Search for a Common Morality, London / Philadelphia, 1991.
  • Festa N., I frammenti degli Stoici antichi, Bari, 1935.
  • Field G. C., The Philosophy of Plato, Oxford, 1949.
  • Findlay N., Plato: The Written and Unwritten Doctrines, London, 1974.
  • Guthrie W. K. C., A History of Greek Philosophy, vol. IV, Cambridge, 1975.
  • Hardie W. F. R., A Study in Plato, Oxford, 1936.
  • Jebb R. C., The Attic Orators From Antiphon to Isaios, New York, 1962.
  • Kahn C. H., Plato and the Socratic Dialogue, Cambridge, 1996.
  • Kennedy G., The Art of Persuasion in Greece, Princeton, 1963.
  • Lexicon Plutarcheum, Leipzig, 1843.
  • Long A. A., Problems in Stoicism, London, 1971.
  • Mates B., Stoic Logic, University of California Press, 1953.
  • Mathieu G. – Bremond E., Isocrate discours: Texte établi et traduit, Paris, 1928-1986.
  • McKenny G. P., To Relieve the Human Condition – Bioethics, Technology, and the Body, Albany, 1997.
  • Nock A. D., Sallustius, England, 1966.
  • Nouhaud M., L’ Utilisation de l’ Histoire par les Orateurs Attiques, Paris, 1982.
  • Oakesmith J., The Religion of Plutarch, London.
  • Pujana Arza J. J., Politeia, Klasikoak S. A., Bilbo, 1993.
  • Resta G., Le epitomi di Plutarco nel quattrocento, Antenore, Padova, 1962.
  • Rhodes P. J., The Athenian Boule, Oxford, 1972.
  • Rist J. M., Stoic Philosophy, Cambridge, 1969.
  • Ross D., Plato’s Theory of Ideas, Oxford, 1951.
  • Sambursky S., Physics of the Stoics, Routledge, London, 1959.
  • Schiappa E., The Beginnings of Rhetorical Theory in Classical Greece, New Haven, 1999.
  • Skemp J. B., Plato, Oxford, 1976.
  • Solmsen F., Plato’s Theology, New York, 1942.
  • Stadter P. A., Plutarch and the Historical Tradition, Routledge, London, 1992.
  • Taylor A. E., Plato, London, 1949.
  • Taylor A. E., Plato: The Man and his Work, London, 1952.
  • Too Y. L., The Rhetoric of Identity in Isocrates: Text, power, pedagogy, Cambridge, 1995.
  • Unamuno M. de, Amor y Pedagogía, Alianza Editorial, Madrid, 1997.
  • Usher S., Greek Oratory: Tradition and Originality, Oxford, 1999.
  • Vlastos G., Plato’s Universe, Oxford, 1975.
  • Vlastos G., Socratic Studies, Cambridge, 1994.
  • Watson G., The Stoic Theory of Knowledge, Belfast.
***

Σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων:

……….Το κείμενο αυτό αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία τού συγγραφέα.

……….Επιτρέπεται η δωρεάν αναδημοσίευση στο διαδίκτυο και μόνον, αυτούσιου και χωρίς αλλαγές τού παρόντος κειμένου, μόνον μετά από άδεια τού συγγραφέα, και με τον αυστηρό όρο να αναφέρονται σαφώς ο συγγραφέας και η αρχική πηγή δημοσίευσης, και εφ’ όσον η αναδημοσίευση περιλαμβάνει το σύντομο βιογραφικό τού συγγραφέα, και την σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων.

……….Απαγορεύεται η αφαίρεση ή προσθήκη λέξεων, φράσεων και η με κάθε άλλο τρόπο τροποποίηση ή αλλοίωση τού κειμένου και τού περιεχομένου του.

***

Αφήστε μια απάντηση