Η ΘΑΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ-ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ἤ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ;

 

Δοῦκας Ἔκτωρ-Ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη, 1930
Δούκας Ἕκτωρ- Ὁ θάνατος τοῦ  Καραϊσκάκη, 1930

……….Στις 22 Απριλίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίζεται εις την μάχην τού Φαλήρου και αποθνήσκει στις 23, έπειτα από πολύωρον αγωνίαν. Αι τελευταίαι του λέξεις ήσαν «Γλυτώστε την Αθήνα!» Εις τους παλαιούς συναγωνιστάς του, Γαρδικιώτην, Γρίβαν, και Χατζηπέτρον, είπε ολίγον προ τού θανάτου του :

……….«Στον γυιό μου αφήνω το ντουφέκι μου, δεν έχω τίποτα άλλο, τα κορίτσια μου τα μπιστεύομαι σε σάς». Ο νεκρός μετεφέρθη διά πλοίου εις Σαλαμίνα, όπου και ετάφη.

…………Την 22 Απριλίου 1835 εγένετο η μετακομιδή των οστών του, καθώς και των τού Λάμπρου Βεΐκου, Ιωάννου Νοταρά και άλλων, οίτινες είχον φονευθεί κατά τας πέριξ των Αθηνών μάχας εις το Φάληρον, όπου και ετάφησαν. Εις την μεγαλοπρεπή τελετήν παρέστη ο βασιλεύς Όθων, ο οποίος αφήρεσε τον Μεγαλόσταυρον από το στήθος του και τον ετοποθέτησε επί τού λειψάνου τού Καραϊσκάκη : «Αφήνω αυτόν διά παντός εις τον οίκον σου, είπε, εις ανεξάλειπτον μνήμην τής προς σε τού έθνους ευγνωμοσύνης». Ο βασιλεύς Όθων έδωσε επίσης 6.000 δραχμάς και 500 στρέμματα εθνικής γης εν τη επαρχία Κορινθίας εις την νεωτέραν θυγατέρα τού Καραϊσκάκη, Πηνελόπην, διά να παντρευτεί τον υιόν τού Σ. Νοταρά, με τον οποίον είχε μνηστευθεί ζώντος τού πατρός της.


Σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε ο Καραϊσκάκης;

.

Δημήτρη Φωτιάδη

……….Από πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληκτική μορφή τού Γιού τής Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω την ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία, πως δε μπορούσα να δώσω μία ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: Ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε: Τώρα είμαι κ’ εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που τού πήρε την ζωή δεν ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, το πως χτυπήθηκε.

……….Χαρακτηριστικό στέκεται πως κανείς απ’ όσους γράψανε γιά τα περι­στατικά όπου πληγώθηκε ο Καραϊσκάκης δε συμφωνεί ο ένας με τον άλλον. Τούτο φανερώνει πως κάτι έτρεξε. Γιά να πάρουμε μία ιδέα στα­χυολογούμε μερικές αφηγήσεις, που οι περισσότερες είναι από ανθρώ­πους που ήταν στο στρατόπεδο τού Πειραιά όταν λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης.

……….Ο Δ. Αινιάνας λέει πως ο Κιουταχής έστειλε εναντίον τού Καραϊσκάκη όλο το ιππικό του : «Oι περί τον Καραϊσκάκη λοιπόν μη δυνάμενοι ν’ ανθέξουν εις τοσούτον ανωτέραν δύναμιν τρέπονται εις φυγήν1 ο δε Καραϊσκάκης μένων ύστερος εις την αναχώρησιν διά να ενθαρρύνει και τους λοιπούς και να μην αφήσει να γένει επιβλαβής η καταδίωξις, πληγώνεται και πίπτει από τον ίππον του˙ αλλά την αυτήν στιγμήν αναλαμβά­νει πάλιν τας δυνάμεις του, ανεβαίνει εις τον ίππον του και διαμένει ενθαρρύνων το ιππικόν εις το να περιμένει και βοηθεί τους πεζούς οπισθοδρομούντας».2 Και παρακάτω γράφει: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερεν εις αυτούς (τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα) ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνωνότι εγνώριζεν τον αί­τιον και ότι, αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».3

……….Ο Αινιάνας τύπωσε την βιογραφία τού Καραϊσκάκη το 1833 στην Χαλ­κίδα. Την εποχή εκείνη ήταν ξανά παντοδύναμος ο Μαυροκορδάτος και θα το συλλογίστηκε πολύ να μνημονέψει, ακόμα και μ’ αυτόν τον τρόπο, τα όσα είπε ο ετοιμοθάνατος ήρωας πως σκοτώθηκε από δικό μας κι όχι από τούρκο.

……….Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης μάς δίνει μία ολότελα διαφορετική περι­γραφή: «Ήδη δε ακούσας τον ανωτέρω ακροβολισμόν και μαθών ότι έλαβε μέρος εις αυτόν και ο Νικήτας, έδραμεν έφιππος και περί το τέλος τής σκηνής έφθασεν εκείσε. Τότε δε δύο Τούρκοι γνωρίσαντες τον Καραϊσκάκην από τους δουλαμάδας του, εξήλθον τής μάνδρας και ενεδρεύσαντες δεξιά προς την θάλασσαν, ένθα κείται μικρόν τι κτίριο και τι δένδρον, επυροβόλησαν κατ’ αυτού και τον επλήγωσαν κατά την γαστέρα»4

……….Είναι φανερό πως με την αφήγησή του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γυρεύει ν’ αντικρούσει τις επίμονες φήμες, ότι ο Καραϊσκάκης δολοφο­νήθηκε. Πρώτα απ’ όλα οι τούρκοι ιδέα δεν είχανε πως λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης. Το μάθανε, όπως είπαμε, την άλλη μέρα από ‘ναν αυτόμολο. Όσο γιά το δέντρο, που μοναχά αυτός το μνημονεύει, το βάζει γιά να δι­καιολογήσει το πώς, ενώ ο Καραϊσκάκης ήταν καβάλα σ’ άλογο, το βόλι είχε κατεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω.

Σπῦρος Μήλιος.

Λόγος κατὰ τὴν μετακομιδή τῶν ὀστῶν τοῦ Καραϊσκάκη
(ἐκφωνηθεὶς παρὰ τοῦ Ἀντισυνταγματάρχου κατὰ τὴν Μετακομιδὴν τῇ 22 Ἀπριλίου 1835.)

Ἀπό: Ἑκατονταετηρὶς τοῦ στρατάρχου Γεωργίου Καραΐσκάκη 1827-1927, Κωνστ. Ράδου (ἐπιμ.), Ἐκδ. Γρυπαετός, Ἀθῆναι 1927.

Μεγαλειότατε,

Ὁ Θεὸς ὁ ἐπιβλέπων τὰ πάντα, ὅστις ὕψωσε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ βάραθρον τῆς δουλείας, ἐξ οὐρανοῦ ἐπροώρισεν Ἐσέ, πρῶτον Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος. Καὶ ἡμεῖς, συναγωνιζόμενοι ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας της, σιωπηλῶς ἠγωνιζόμεθα, διὰ νὰ ἰδοῦμεν στηριγμένον τὸν θρόνον τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος.

Τὰ λείψανα τοῦ ἀοιδίμου πρώην Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ μας, τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, παρακαταθέτομεν ἔμπροσθεν τῆς Υ. Μ., τοῦ Ἀρχηγοῦ λέγω ἐκείνου ὅστις νηστικούς, ξυπόλητους καὶ γυμνούς μᾶς ὡδήγησε μὲ τὴν δριμύτητα τοῦ χειμῶνος καὶ μὲ τὸν καύσωνα τοῦ ἔαρος εἰς τὴν Ρούμελην καὶ τὴν Ἄττικην κατὰ τὸ 1826 καὶ 1827. Τοῦ Χαϊδαρίου, τῆς Δομπρένας, τῆς Ράχοβας, τῆς Φουντάνας, τοῦ Ὀμὲρ Ἐφέντη, τοῦ Διστόμου, τοῦ Κερατσινίου καὶ τοῦ Φαληρέως οἱ προμαχῶνες, μαρτυροῦν τοὺς ἀγῶνας του ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἀθηνῶν!

Λαβόντες παρὰ τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος τὴν τιμὴν ν’ ἀνακομίσωμεν τὰ λείψανα ταῦτα τοῦ ἀειμνήστου ἀρχηγοῦ μας, ἰδοὺ σὲ τὸν παρουσιάζομεν Βασιλεῦ! Ὁμοῦ δὲ μ’αὐτὸν καταθέτομεν εἰς τὴν ψυχήν σας, Μεγαλειότατε, καὶ τὴν τελευταίαν προφορικὴν παραγγελίαν τοῦ ἀρχηγοῦ μας αὐτοῦ. «Ἀδελφοί, μᾶς εἶπεν, ἐγὼ ἀποθνήσκω, καὶ ἰδοὺ μὲ τοῦτο ἐκπληρώνω τὸ χρέος μου πρὸς τὴν πίστιν καὶ τὴν πατρίδα. Σεῖς δὲ ἀκολουθοῦντες τὰς ὁδηγίας μου καὶ τὰ παραδείγματά μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας• πληρώσατε τὸ ἔργον, ὅπου ἐγὼ ἐπεφορτίσθην παρὰ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Κυβερνήσεώς μου. Ἀδελφοί! ἀφίνω πάμπτωχα τὰ ἀνήλικα τέκνα μου, ἐκέρδισα δὲ δι’ αὐτὰ τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ Ἔθνους, καὶ τὴν ἰδικήν σας φιλίαν, οἵτινες εἶσθε οἱ συναγωνισταί μου. Σεῖς λοιπὸν σταθῆτε οἱ προστάται των ἕως ὅτου ἡσυχάση ἡ πατρίς, διὰ νὰ λάβῃ τὴν φροντίδα τους ἡ Κυβέρνησις. Ὅσον δὲ δι’ ἐσᾶς δὲν βλέπω ἐμπρός μου τὸ ἔθνος συνηγμένον ἤ τὴν Κυβέρνησιν νὰ τοὺς παραστήσω τοὺς κόπους, τὴν νηστείαν καὶ ὅλας τὰς δυστυχίας, ὅσας ὑπεφέρατε μαζί μου, ὅσα ἐδαπανήσατε καὶ πόσην ἀξιότητα ἐδείξατε, ὥστε πρεπόντως νὰ σᾶς βραβεύσῃ διὰ τοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγῶνας σας• πλήν σᾶς παραγγέλλω νὰ μένετε ἑνωμένοι εὐπειθεῖς καὶ πιστοὶ εἰς τὰς κυβερνήσεις, ἔχοντες ὁδηγὸν τὸ συμφέρον τῆς πατρίδος, καὶ ὅταν ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερωθῇ, ἐπειδὴ ὁ Ὕψιστος ἀπεφάσισε τὴν ἐλευθερίαν της, μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι θέλετε δικαιωθῆ».

Ἰδοὺ λοιπόν, Μεγαλειότατε, τὰ πάμπτωχα κοράσιά του• εἰς Σὲ λοιπὸν ἀνήκει ὅ,τι δι’ αὐτὰ δὲν ἐπρόλαβεν νὰ κάμῃ ὁ πατήρ τους καὶ ἀρχηγός μας. Ἰδοὺ καὶ οἱ συναγωνισταί μας, διὰ τοὺς ὁποίους οἱ τελευταῖοι του λόγοι ἐπίσης ἀνήκουν εἰς Σέ, Μεγαλειότατε, νὰ τοὺς δικαιώσῃς, νὰ μὴ λιμώττουν εἰς τὰς λαμπρὰς ἡμέρας Σου καὶ οὕτω νὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ αἱ τελευταῖαι εὐχαί του πρὸς τοὺς συναγωνιστὰς του.

.

……….Ο Παπαρρηγόπουλος ακολουθεί την αφήγηση τού Αινιάνα,5 παρα­λείποντας όμως εκείνο το κομμάτι, που λέει πως ο Καραϊσκάκης είπε ότι  σκοτώθηκε από Έλληνα.

……….Ο Φίνλεϋ, πιστό τσιράκι τού Τσώρτς και τού Κόχραν, μιλάει όχι μονάχα με μνησικακία γιά τον Καραϊσκάκη, μα και με περιφρόνηση. Τον ονομάζει. . . «άτολμο αρχηγό»!6 Αυτή η κρίση του μάς λέει περισσότερο από κάθε έπαινο.

……….Ο Μακρυγιάννης πάλι βεβαιώνει, πως χτυπήθηκε όταν ήταν πλέον έτοιμος να φύγει: «Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι ο Καραϊσκάκης. Τότε τού λέγω ”Σύρε οπίσου να πάψει ο πόλεμος ότι το βράδυ θα κινηθούμεν”. — Μού λέγει, ”στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι εγώ φεύγω”. Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι εβαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάνω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνω εις τα φτενά. Μαζοχτήκαμε όλοι εκεί. Μάς είπε με χωρατά˙ ”Εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”». 7

……….Κι ο Πούλος στο ημερολόγιό του: «Οι αρχηγοί ενωμένοι με την καβαλαρίαν εκτυπούντο και οι Έλληνες μαζί εκυνηγούσαν την Τούρκικην καβαλαρίαν. Εκεί επληγώθη ο Καραϊσκάκης στα νεφρά κακά».8

……….Ο Περραιβός πάλι μάς δίνει μία ολότελα απίθανη εξιστόρηση: «Ενώ ο ήρωας ίσταται έφιππος επί τινά μικρόν γαιόλοφον προπαρασκευάζων τα όπλα διά προσβολήν, γνωρίζεται παρά τίνος ιππέως Οθωμανού, όστις καταβάς εκ τού ίππου διευθύνει κατ’ εκείνου το όπλον, ρίξας ευστόχως την σφαίραν τραυματίζει καιρίως μεταξύ υπογαστρίου και βουβώνος το φόβητρον των Οθωμανών, και Ελλήνων το περιτείχισμα».9 Αν τα πράματα γίνηκαν έτσι, όπως τα λέει ο Περραιβός, τότε το βόλι έπρεπε να τον είχε χτυπήσει από τα κάτω προς τα πάνω, ενώ, καθώς βεβαίωσαν οι για­τροί, είχε ολότελα αντίθετη φορά.

……….Ο Ζαμπέλιος στον πρόλογο τής τραγωδίας του: «Γεώργιος Καραϊ­σκάκης», γράφει: «Την προτεραίαν τού θανάτου του έδραμον εις την Σκηνήν αυτού10 πολλοί στρατηγοί, εξ ων και ο Χριστόδουλος Χ. Πέτρου και ο Γαρδικιώτης Γρίβας ζητούντες πολυειδώς να τον βεβαιώσωσιν ότι η πληγή του δεν ήτο κινδυνώδης. Άλλ’ ο Ήρως τοις απεκρίθη τα ακόλουθα αυτολεξεί. ”Γνωρίζω από πληγαίς και δεν είναι η πρώτη φορά οπού ελαβώθην. Δεν με μέλλει, βαστάτε μονάχα στα ταμπούρια να μη σάς πνί­ξουν οι Τούρκοι. Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμηελάτε να σάς πω ένα μυστικόν, αν ξεψυχήσω, ελάτε να με θάψετε με τα χέρια σας εσείς οι ίδιοι, με τους οποίους τόσαις φοραίς ενίκησα τον εχθρόν”. Κι ο Ζαμπέλιος σε υποσημείωση λέει: «Όποιον μυστικόν ήτον τούτο δεν γνωρίζει κανείς, διότι ο θάνατος επρόλαβε να θερίσει την ζωήν τού Ήρωος. Αλλά τις αμφιβάλλει, ότι θα υπέκρυπτε μέγα τι και ενδιαφέρον το μυστικόν τούτο, το οποίον όμως παρεξηγήθη κατά δυστυχίαν τόσον ανοήτως από τινάς Κάλχαντας τού αιώνος μας!» Μ’ άλλα λόγια, ο Ζαμπέλιος παραδέχεται πως ο Καραϊσκάκης πήρε στον τάφο του ένα μεγάλο μυστικό, που παρε­ξηγήθηκε όμως από τους «Κάλχαντας τού αιώνος μας» ότι δολοφονήθη­κε από Έλληνα. Γιά ν’ αναγκαστεί ο Ζαμπέλιος (όταν το 1844 τύπωσε την τραγωδία του), ν’ αντικρούσει την κατηγορία αυτή, θα πει πως οι σχε­τικές φήμες θά’ ταν πάρα πολλές.

Σπυρίδων Τρικούπης

Λόγος ἐπικήδειος εἰς τὸν Καραϊσκάκην
(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)

Ἀπό: Νεοελληνικὴ Ρητορεία, Κωνστ. Τσάτσου (ἐπιμ.), Ἐκδόσεις Δαίδαλος, Ἀθήνα 1999.

«Ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ’ ὑμᾶς καὶ ἀγροὶ ἀπαρχῶν»

(Βασ. Δευτ. Κέφ. Α’).

ΑΥΤΑ ὀδυρόμενος ἔλεγεν ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτόν, καθήμενον εἰς Σικελάγ, μετὰ τὴν φθορὰν τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἄνθρωπος Ἀμαληκίτης ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Σαούλ, ὅλος καταξεσχισμένος καὶ χῶμα ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ ἀνάγγειλε τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν.

Δροσιά, λέγω καὶ ἐγώ, δροσιὰ καὶ βροχὴ νὰ μὴ πέσουν πλέον παρὰ τὸ Φάληρον, καὶ ἀπαρχὰς νὰ μὴ δώση ἡ γῆ ἐκείνη. Εἰς τὴν γῆν ἐκείνην ἔπεσεν ὁ δυνατός, ὁ κοῦφος ὑπὲρ ἀετοὺς καὶ ὑπερ λέοντας κραταιός, ὁ δυνατός, τοῦ ὁποίου ἡ ρομφαία δὲν ἐστρέφετο εἰς τὴν θήκην της πρὶν βαφῆ μὲ τὸ αἶμα τῶν πληγωμένων, ἢ πρὶν ἀλειφθῆ μὲ τῶν δυνατῶν τὰ παχέα σπλάγχνα.

Κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος καταταχθεὶς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀδελφῶν σας, ἐλάμπρυνε τὸ αὐχμηρὸν πρόσωπόν σας, σᾶς ἔβγαλε τὰ πένθιμα φορέματα, σᾶς ἔνδυσε λαμπρὰ καὶ ἔτρεχεν ἀκάματος τὴν τωρινὴν ἄνοιξιν εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Ὑμηττοῦ διὰ νὰ κόψῃ εὔοσμα ἄνθη καὶ νὰ στεφανώσῃ τὰς παρθενικὰς κεφαλάς σας. Ἀλλὰ τί προσκαλῶ μόνον τὰς θυγατέρας τῆς Ρούμελης εἰς κλαθμούς; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;

Μεταφέρω τὸν νοῦν μου εἰς τὴν πρὸ ἑνὸς χρόνου ἀξιοθρήνητον καὶ τρομερὰν τῆς πατρίδος κατάστασιν τὸ νέφος βλέπω τοῦ δουλικοῦ σκότους ξαπλωμένον ἀπὸ τὰς ἄλλοτε λαμπρὰς καὶ τότε ζοφωμένας κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους, καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ νέφος τοῦτο ἐσκέπαζεν ὡς μαῦρος μανδύας τὸ νεκρικὸν κρεββάτι τῆς Ρούμελης μακρὺ καὶ βαθὺ σκότος ἐσύρετο κατόπι τοῦ νεκρικοῦ αὐτοῦ μανδύου καταπυκνωμένον, καὶ ἐφοβέριζε νὰ πέσῃ ὅλον καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Πελοποννήσου, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὴν εἶχεν ἀποσβολωμένην ἡ Αἰγυπτιακὴ ὁμίχλη.

Πάντη ἐναντίαν τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σκηνῆς ἔχω σκηνὴν σήμερον πρὸ ὀφθαλμῶν μου. Φῶς ἐλευθερίας, φῶς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον ἀπὸ τὰς κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ φῶς τοῦτο τῆς ἐλευθερίας καὶ δόξης ἐνυπῆρχεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ρουμελιωτῶν, ἀλλὰ δὲν ἐχύθη εἰς τὴν σκοτισμένην ἐκείνην γῆν παρὰ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς δεξιᾶς τοῦ Καραϊσκάκη. Αὐτός, διασκορπισμένα τὰ παλληκάρια τῆς Ρούμελης τῇδε κακεῖσε, ἐκδίκησιν πνέοντα καὶ αἷμα ἐχθρικὸν διψῶντα, διότι μολυσμὸς δουλείας δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ αἷμα, τὰ ἐσύναξε καὶ τὰ ὡδήγησε πάλιν εἰς τὸ στάδιον τῆς πολεμικῆς καρτερίας γινόμενος ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ παράδειγμα εἰς δεκάμηνον διάστημα τῆς πολεμικῆς αὐτῆς καρτερίας. Παντοδαπὰς ἐλλείψεις ἔπασχε τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατόπεδον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ποτὲ εἰς διάλυσίν του δὲν τὰς ἐπρότεινε, ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε διὰ τὰς πολυειδεῖς του κακουχίας καὶ ταλαιπωρίας, ποτὲ δὲν ἐνέδοσεν εἰς ὅσους πειρασμοὺς διὰ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὑπέπεσε σεμνυνόμενος δικαίως εἰς τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Κυβέρνησίς του τὸν ἐτίμησε, ποτὲ δὲν ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ μόνον ἠμποροῦσε νὰ τὸν λαμπρύνη ἤξευρεν ὅτι τὰ ἔργα μόνα εἶναι ἡ λαμπρότης ὅθεν ἄξιος τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος ἐφαίνετο διὰ τῶν ἔργων του ἄτρομος πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους ἀτρομώτερος πολὺ ἐφάνη καθ’ ὅ διάστημα ἦτον ἀρχηγὸς τῶν κατὰ τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων τότε εἶχε ψωμὶ καὶ αὐτὸς ὅταν εἶχον καὶ οἱ ἀγαπητοί του Ἕλληνες ἡ κλίνη του ἦτον κλίνη ἁπλοῦ στρατιώτου πρωταγωνιστὴς ἐπαρουσιάζετο, καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἀγῶνος ὅλην τὴν ἀπέδιδεν εἰς ἄλλους, ἐνθουσιασμένος διὰ τὴν παλληκαριὰν ὡς παλληκάρι καὶ ὁ ἴδιος, τὴν ἐτιμοῦσεν ὅπου τὴν ἔβλεπεν καὶ τὴν ἀντάμειβε πλουσιοπάροχα τοὺς γνωστοὺς διὰ τὴν ἀνδρείαν τους ἔκραζε κατ’ ὄνομα ὅταν ἐξεσπάθωνεν ἐν καιρῷ μάχης διὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἔβγανε τὰ πιστόλια του ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ μὲ αὐτὰ εἰς ἀνταμοιβὴν παλληκαριᾶς ἐστόλιζε τοῦ παλληκαριοῦ τὴν μέσην ἔλυε τὴν ζώνην του καὶ ἔδιδεν εἰς τὰς ἀνάγκας του πολέμου καὶ τὸ ὕστερον νόμισμά του. Ἰδού, Ἕλληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγὸν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδοὺ ὅσα ἀπαθανατίζουν τὸν πολεμικὸν καὶ ἀποκατασταίνουν τὸν στρατηγὸν ποθητὸν εἰς τὸν στρατιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του, καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Πῶς λοιπὸν ὅλοι νὰ μὴ κλαύσωμεν; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;

Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του ἀλλ’ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ἡ ὥρα, ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσῷ ζῇ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχωβαν. Ἀκούσατε, στρατιωτικοί, ἀκούσατε πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε φιλέλληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι τὰ τῆς τελευταίας ὥρας του.

Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (τοιαῦται εἰδήσεις ἦσαν καθ’ ἥν ὥραν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος) τοῦ μεγάλου στολάρχου τῆς Ἑλλάδος διὰ νὰ λάβῃ τὴν δυνατὴν ἰατρικὴν περιποίησιν γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπάθι καὶ εἰς τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν θὰ ἴσχυεν, ὅτι ἡ μεγάλη περιποίησις τοῦ στολάρχου δὲν θὰ ἐχρησίμευεν, καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς. Μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνὸν καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστῶτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου στολάρχου καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἕξης τρόπον…

«Μέγα βάρος μὲ ἐπεφόρτισεν ἡ πατρὶς μου μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγῶνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου δὲν μὲ ἔμενε παρὰ ἡ ζωὴ ἰδοὺ θυσία τῆς πατρίδος καὶ ἡ ζωὴ μου εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω ἀποθνήσκω οἱ στρατιῶται μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἄς μοῦ ἐλευθερώσουν τὰς Ἀθήνας»

Αὐτὰ εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ πλαστοῦ του. Τίνος καρδιὰ δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει, καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;

Ἀλλὰ εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδα εἶναι πολὺ δεκτότεραι ἀπὸ τοὺς κλαυθμοὺς αἱ πράξεις ὑπὲρ πατρίδος διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν, καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα. Ναί αἱ πράξεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζῶντας, αὐταὶ καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι κατὰ μίμησίν των αὐταὶ ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλειότητος.

Στρατιῶται τῆς πατρίδος οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρισκόμενοι! στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσες καὶ τόσες φορὲς εἰς τὴν δόξαν ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε δι’ ἄλλο μαζί του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθιά σας μὲ τὰς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχωβαν καὶ εἰς Βελίτζαν, δὲν τοὺς ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπὸ τοὺς τυράννους σας. Κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ρούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱερὰν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν. Αὐτὸ φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαρουσιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γενῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος. Εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε πεῖναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε πληγὴ ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τὰ ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος ἀπέθανε, καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμά του. Στρατιῶται παρόντες καὶ ἀπόντες! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει. Χθὲς ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπὸ σᾶς τὰς ἐπιταφίους τιμάς του ἀπὸ σᾶς τὰς περιμένει, πλὴν τὰς περιμένει ὡς στρατιώτης ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανὼν ὑπὲρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικῶς ὑπὲρ Ἀθηνῶν. Στρατιῶται! ἡ ἠχὼ τῶν ὑστερινῶν λόγων τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τὰς ἀκοάς μας. Τελειώσατε, Συστρατιῶται, λέγει ὁ ἀρχηγός σας, τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου». Στρατιῶται! αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του σεῖς εἶσθε οἱ ἐκτελεσταὶ τῆς διαθήκης του αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του, καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη ἀχνίζει, καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαράλαβε. Στρατιῶται ! Τιμήσατε καθ’ ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε τὴν μνήμην του αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλὰ τὸ παράδειγμά του ζῇ ἀλλὰ τί λέγω τὸ παράδειγμά τοῦ ζῇ; Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζὶ σας, ἀλλὰ ὄχι πλέον πενιχρά, καταξεσχυσμένα καὶ δυσώδη ἐνδεδυμένος, ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ἐζοῦσε μαζί σας αὐτός σᾶς παρουσιάζεται ἐνδυμένος τὸ χρυσοΰφαντον φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος αὐτός, Στρατιῶται! αὐτός, καθ’ ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυπήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν,θὰ σᾶς παρουσιασθῆ ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένος νεφέλην, καὶ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός. Ναί τοιοῦτος θὰ σᾶς παρουσιασθῇ, διότι τόση λαμπρότης περιχύνεται μετὰ θάνατον εἰς ὅποιον ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος αὐτὸν θ’ ἀκούσετε ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλῃ φωνῇ, ὅ,τι, καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε Συστρατιῶται! τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου…

.

……….Ένα μονάχα χρόνο έπειτα από τον θάνατο τού Καραϊσκάκη, ο Γ. Ναύτης τύπωσε το 1828 στο Λιβόρνο τής Ιταλίας μία τρα­γωδία πέντε πράξεων, με τον τίτλο «Ο θάνατος τού Καραϊσκάκη». Σ’ αυτήν λέει πως ο θάνατος τού ήρωα ήταν τ’ αποτέλεσμα μιάς συνωμοσίας, που γίνηκε στο στρατόπεδο τού Πειραιά από λόγους προσωπικής φιλοδοξίας. Χαρακτηριστικό στέκεται πως τα πρόσωπα τής τραγωδίας του, εκτός από τον Καραϊσκάκη, τα κρύβει κάτω από αρχαϊκά ονόματα, όπως Ευθύφρων, Καλλίμαχος. Φιλοπόλεμος, Μεγασθένης, Επίδρομος κτλ.

……….Και τώρα ερχόμαστε στη μαρτυρία τού Κασομούλη, που είναι η πιό σημαντική απ’ όλες. Μα πριν δυό λόγια γιά τον συγγραφέα των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων». Η μεγάλη αρετή του στέκεται η αντικειμενικό­τητά του. Γυρεύει, περισσότερο από κάθε άλλον απομνηματογράφο τού Εικοσιένα, να εξακριβώσει το καθετί που ανιστορεί και δε διστάζει να φα­νερώσει ακόμα και τις δικές του αδυναμίες. Σπάνια κάνει λάθος σε ημερομηνίες, ονόματα, περιγραφές. Να λοιπόν πως ανιστορεί τα περιστα­τικά όπου λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης:

……….«Έφτασε το ιππικόν τού Κιουταχή˙ εσυναθροίσθη και το εδικόν μας περί τον Αρχηγόν άρχισεν ο πόλεμος να γίνεται πεισματώδης και επί­σημος. Προχωρεί ο Αρχηγός με το ιππικόν μας, βοηθούμενος από το πεζικόν, διαβαίνει αναμεταξύ τού οχυρώματος τού Γκέντζιαγα και ενός άλλου όπου είχον οι Τούρκοι εις την εκβολήν τού Κηφισού, πλησίον — και ήσαν κ’ εκεί έως 500 — και διώκει το ιππικόν τού εχθρού. Εις την υποχώρησιν τού εχθρικού ιππικού και εις την δίωξίν των από τους εδικούς μας, και εις τας εξελίξεις τού ιππικού, επληγώθη εν τω μέσω των  ο Αρχηγός, κατά 4 μ.μ., σχεδόν το δειλινόν, όστις καταβάς τού ίππου του. Αμέσως συνήλθεν, και ιππεύσας επέστρεψεν έως την θέσιν όπου έγινεν το μνήμα του και εκατέβη».11

……….Αυτή στέκεται η πιο σωστή αφήγηση απ’ όλες.

……….Ο Κασομούλης αφού μάς βεβαιώσει με τον πιό κατηγορηματικό τρόπο, πως ο Καραϊσκάκης είπε στον Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη ότι δολοφονήθηκε, να τί γράφει: «Όσον και αν εξετάσαμεν έπειτα, και έως τώρα ακόμη, περί τής υποψίας αυτής, εάν επληγώθη από Έλληνανως υπώπτευεν, δεν εδυνήθημεν να ξεσκεπάσωμεν τίποτες. Μάς είπαν ότι ένας Χιμαριώτης Κώστας Στρατής, όστις ήτον με τον Τζιαβέλαν πιστώτερος, εξωμολογήθη εις τον θάνατόν του ότι, χωρίς να θέλει, επάνω εις την περιστροφήν,12 έρριξεν προς τους εχθρούς και εύρεν τούτον. Δεν είναι αληθινόν όμως, διότι τού Κίτζιου οι άνθρωποι ήτον όλοι πεζοί, καθώς και όλοι οι αρχηγοί, διότι εκίνησαν έξαφνα. Αυτός (ο Καραϊσκάκης) ήτον ιππεύς, η θέσις τού πολέμου ήτον επίπεδος, χωρίς το παραμικρόν ύψωμα χώμα­τος την πληγήν την έλαβεν ιππεύς και διευθύνετο από πάνω προς το κάτω. Ώστε η φύσις της ήτον τοιαύτη, οπού ο κτυπήσας αυτόν άφευκτο ήτον εις υψηλότερον μέρος. Αν υποθέσωμεν ότι ήτον από τους ιππείς μας, τούτο ήτον αδύνατον διότι όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρευον ως θεόν, διά τας πολλάς περιποιήσεις οπού τους έκαμνεν. Η ιδέα του όμως προήρχετο από τας υποψίας τας οποίας, ή από την ασθένειάν του εκείνης τής ημέρας, ή από φλόγωσιν τής πληγής, αύξανεν αυτάς καθώς εκ πείρας γνωρίζομεν όλοι ότι, εις τοιαύτας περιστάσεις, όλα τα κακά έρχονται εις τον λογισμόν μας». 13

……….Απ’ όσα γράφει ο Κασομούλης βγαίνουν τούτα δω τα σημαντικά:

  1. Η υποψία πως τόνε σκότωσε δικός μας δεν πέρασε μονάχα από τον νου τού ετοιμοθάνατου Καραϊσκάκη, μα το ίδιο σκέφτηκαν και τα παλικάρια του και γι αυτό πολλές εκδοχές και φήμες κυκλοφόρησαν.
  2. Μία και το μέρος όπου λαβώθηκε ήταν ίσιωμα, αυτός απάνω σ’ άλογο και το βόλι είχε διεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω, δεν μπορεί να χτυπήθηκε παρά μονάχα από καβαλάρη. Μάς το βεβαιώνει αυτό κι ο Βλαχογιάννης: «[]Λοιπόν θα χτυπήθηκε από έφιππο, που ανασηκώθηκε στις σκάλες τού άλογου του».14
  3. Ο Κασομούλης λέει πως αν κ’ ήταν περιτριγυρισμένος από παν­τού από τους δικούς μας καβαλάρηδες, δεν γίνεται να τον σκότωσε κά­ποιος απ’ αυτούς, γιατί «όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρευον ως θεόν». Σω­στό. Μα μπορούσε, μία χαρά, ανάμεσα σ’ αυτούς να ήταν ένας σκάρτος που τον αγοράσανε με χρήμα. Κι έπειτα στην καβαλαρία που βρισκόταν στον Πειραιά δεν υπηρετούσαν μονάχα Έλληνες, μα και ξένοι, όπως ο Πορτογάλος Αλμέϊντα επιστήθιος φίλος τού Φαβιέρου κι αρχηγός μιάς από τις δύο ίλες τού ιππικού.
  4. Η πληροφορία γιά την εξομολόγηση που έκανε κάποιος Χιμαριώτης, Κώστας Στρατής, ότι αυτός κατά λάθος τον χτύπησε κι αν ακόμα, γιά τους λόγους που αναφέρει ο Κασομούλης δεν είναι σωστή, μάς φα­νερώνει πόσο ριζωμένη ήταν η γνώμη πως ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε από δικό μας.
  5. Ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε όταν η τούρκικη καβαλαρία έφευγε κι αυτός βρισκόταν όχι στην πρώτη γραμμή, μα στην μέση τής δικιάς μας. Αν λοιπόν χτυπήθηκε από τούρκο καβαλάρη, τότε, εξ αιτίας τής από­στασης, το βόλι δεν μπορούσε νά ‘χει την έντονη από τα πάνω προς τα κάτω διεύθυνση.
  6. Ο Κασομούλης μάς λέει πως οι υποψίες που σχημάτισε ο Καραϊ­σκάκης ότι χτυπήθηκε από δικό μας, αυξήθηκαν από την «φλόγωσιν τής πληγής του». Μα τότε, αν η τρομερή κατηγορία τού ετοιμοθάνατου ήρωα ήταν γέννημα πυρετικής φαντασίας, δεν θα δίσταζε να ονομάσει και το πρόσωπο που υποπτευόταν, ενώ αρνιέται να το κάνει. Προτιμάει να πά­ρει το μυστικό στον τάφο του, παρά να βλάψει τον αγώνα. Μοναχά αν ζήσω, τους λέει, θα σάς πω ποιός είναι ο αίτιος και τότες παίρνουμε εκ­δίκηση απ’ αυτόν. Τούτα τα λόγια του φανερώνουν, αντίθετα, πόσο κα­θάριος ήταν ο νους του όταν ξεστόμιζε την κατηγορία τής δολοφονίας.

………..Ποιό είναι το συμπέρασμα απ’ όλ’ αυτά ; Θα το βγάλουμε στο κε­φάλαιο που ακολουθεί.

Ἰάκωβος Ρίζος

Εἰς τὸν ἀοίδιμον Καραϊσκάκην καὶ τοὺς ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν πεσόντας
(Ἐκφωνηθεὶς τῇ 22 Ἀπριλίου 1835 παρὰ τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικοῦ καὶ Βασιλ. οἴκου Γραμματέως τῆς Ἐπικρατείας, εἰς τὸν ἀοίδιμον Καραϊσκάκην καὶ εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν πεσόντας.)

Ἀπό: Ἑκατονταετηρὶς τοῦ στρατάρχου Γεωργίου Καραΐσκάκη 1827-1927, ἐκδ. Γρυπαετός, Ἀθῆναι 1927.

Δὲν εἶναι γλυκύτερος ἄλλος θάνατος παρὰ τὸν θάνατον τὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, μηδ’ ἐνδοξότερος ἄλλος νεκρὸς παρὰ τὸν νεκρὸν κείμενον εἰς τῆς μάχης τὸ πεδίον ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας! Ἂς μένει αὐτὸς ἄταφος, ἂς γενῇ βορὰ κοράκων καὶ γυπῶν, μηδὲ τὰ ὀστᾶ του ἃς ἀφεθῶσι κἄν εἰς τὸν τόπον τῆς δόξης, ἀλλὰ φθονερῶν ἀνέμων χειμέριοι πνοαὶ ἂς τὰ διασκορπίσωσιν εἰς χαράδρας καὶ φάραγγας ἀνηλίους, καὶ εἰς τόπους ἀστιβεῖς καὶ πανερήμους καὶ μ’ ὅλα ταῦτα εἶναι ἀληθινόν, ὅτι δὲν εἶναι γλυκύτερος θάνατος ἄλλος παρὰ τὸν θάνατον τὸν ὑπὲρ πατρίδος, μηδ’ ἐνδοξότερος ἄλλος νεκρὸς παρὰ τὸν νεκρὸν κείμενον εἰς τῆς μάχης τὸ πεδίον ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας !

Ἰδοὺ σήμερον ἔχομεν τὸ παράδειγμα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας. Τῶν ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν πεσόντων ἡρώων δὲν ἔχομεν σήμερον παρὰ τὰ κρανία καὶ λείψανα ὀστέων, τὰ ὁποῖα ἐρριμένα ἄταφα, καὶ ἀκήδευτα καὶ παίγνια τῶν ὕβρεων τῆς ἀτμοσφαίρας, μόλις γνωρίζονται σήμερον ὅτι εἶναι ἀνθρώπινα ὀστέα.

Τὴν τοιαύτην μετὰ θάνατον τύχην των οἱ ἥρωες οὗτοι τὴν ἐσυμπέραιναν. Ἐμάχοντο ἄσπονδοι ἐχθροὶ νικώμενοι μ’ ἐχθρὸν ἄσπονδον καὶ ἄγριον νικώμενον, ἀγριώτερον καὶ ἀσπονδότερον νικῶντα, μ’ἐχθρὸν στιβάζοντα τὰς κεφαλάς των ὡς τρόπαια πυραμοειδῆ, διὰ νὰ τὰ λακτίζη ἔπειτα, καὶ νὰ ἐξεμῆ κατ’ αὐτῶν μυρίας ὕβρεις, μυρίας βλασφημίας. Δὲν ἀμφέβαλαν ἆρα οἱ ἥρωες οὗτοι, ὅτι μετὰ θάνατόν των δὲν θέλουν ἐπιτύχει μηδὲ ταφήν, μηδ’ ἀσπασμοὺς τελευταίους φίλων, μηδὲ θρήνους συγγενῶν ἐπικηδείους. Ἀλλ’ ἡ ἔφεσίς των ἦτον ἤ νὰ νικήσωσιν, ἢ ν’ ἀποθάνωσιν ὑπὲρ πατρίδος αἱ εὐχαί των ἦσαν νὰ δώσωσιν ἀποθνήσκοντες ὑπὲρ αὐτῆς παράδειγμα εἰς τοὺς Ἕλληνας συναδέλφους των τῆς τοιαύτης ἀφοσιώσεως. Πόσον ἆρα γλυκὺς ἐφάνη εἰς αὐτοὺς ὁ θάνατος, ὅταν πίπτοντες καὶ ψυχορραγοῦντες πρηνεῖς ἐπάνω εἰς τὸ φίλτατον τῆς πατρίδος ἔδαφος, τὸ ἠσπάζοντο τὸν πανύστατον ἀσπασμὸν μὲ τὰ πελιδνά των χείλη, καὶ παρακατέθετον ἐπ’ αὐτοῦ τὴν ὑστερινὴν πνοήν των, παρακαταθήκην ἱερὰν τὴν ὁποίαν δὲν ἠδύνατο ὁ ἐχθρὸς μηδὲ ν’ ἀφαιρέσῃ μηδὲ νὰ βεβήλωσῃ.

Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ περικλεεῖς ἂνδρες, τῶν ὁποίων κηδεύομεν σήμερον τὰ λείψανα τῶν λειψάνων των. Ἀλλ’ αὐτῶν τῶν ἀθανάτων ὑπὲρ τῆς Ἑλληνικῆς ἐλευθερίας ἀγωνιστῶν τίς ἦτον ὁ ἀρχηγός, ὁ στρατηγὸς ἐν ταυτῷ καὶ συστρατιώτης; τίς ὁ τρέχων ἐπὶ κεφαλῆς των εἰς τὰς μάχας, εἰς τὰς καθημερινὰς μετὰ τοῦ ἐχθροῦ συμπλοκάς, ὁ σχεδιάσας καὶ κατορθώσας μετ’ αὐτῶν τόσας νίκας, τοσαύτας καὶ τηλικαύτας ἀριστείας; Ὁ ἀοίδιμος Γεώργιος Καραϊσκάκης! Ὦ πόσον ἡ σκιά του θέλει εὐφρανθῇ σήμερον, σήμερον, ὅτε συνθάπτονται εἰς τὸ αὐτὸ μαυσωλεῖον τὰ ὀστέα του μετὰ τῶν γενναίων συστρατιωτῶν του, ὅτε συναποτίθεται ἡ κόνις του μὲ τὴν κόνιν τόσον ἱερὰν τόσων ἡρώων.

Ἔχομεν εἰς τὴν ἱστορίαν πολλὰ παραδείγματα μεγαλοφυῶν καὶ μεγαλοπραγμόνων ἀνδρῶν, τῶν ὁποίων, μέχρι τινὸς δὲν ἐγνωρίζετο, εἰμὴ τὸ πολλοστημόριον τῆς ἀξίας των, καὶ ἔκτακτοι περιστάσεις ἔπειτα τοὺς ἀνέδειξαν ὁποῖοι ἦσαν. Τοιαύτη ἐστάθη ἡ τύχη τοῦ Καραϊσκάκη. Ἀλλὰ πρὶν ἀρχίσω τὸν μετὰ τὴν ἐπανάστασιν βίον του, ἂς ἀνατρέξω εἰς τὸν πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως. Εἰς τῶν μεγάλων ἀνδρῶν τὴν βιογραφίαν εἶναι καταλληλοτέρα ἡ λακωνική βραχυλογια. Νομίζω, ὅτι θέλω εἴπει ἀρκετὰ περὶ τοῦ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως Καραϊσκάκη, λέγων ὅτι ἦτον εἷς ἐκ τῶν ἁρματωλῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι καθ’ ὅλον τὸ μακρὸν διάστημα τῆς δουλείας διετήρησαν μὲ τὰ ὅπλα εἰς τὰς χεῖρας τὸ ἱερὸν πῦρ τῆς Ἑλληνικῆς ἐλευθερίας. Αὐτοὶ ἦσαν, οἱ ὁποῖοι ἐφ’ ὑψηλῶν καὶ ἀμφικρήμνων ὀρέων ἔχοντες ἐξησφαλισμένην εἰς ἀνήλια ἄντρα καὶ σπήλαια ἀπρόσβατα τὴν ἐλευθερίαν, κατεχλεύαζαν τὰς ἀπειλὰς τῶν δυναστῶν, καὶ τὰς ἐκστρατείας, καθὼς καταφρονοῦν τὰς χιόνας καὶ τοὺς ἀνέμους αἱ βαθύρριζοι δρεῖς, καὶ ὑψίκομοι κέδροι καὶ αἴγειροι, καὶ πεῦκαι.

Αὐτοὶ ἦσαν, οἱ ὁποῖοι καταρρεύσαντες ὡς χείμαρρος ἀπὸ τῶν ὀρέων, ὅτε ἐξερράγη ὁ ἀγὼν τῆς ἐλευθερίας συμπαρέλαβον τὰ ἀσθενῆ ρυάκια καὶ κατέσυραν τοὺς φραγμούς, καὶ τὰ ἕρκη τῆς ἀλλοφύλου τυραννίας. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἦτον καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Τῶν Μιλτιαδῶν τῶν Θεμιστοκλέων καὶ τῶν Κιμώνων τὴν σάλπιγγα τὴν πολεμιστήριον, τὴν ὁποίαν κατέπιε πρὸ τόσων αἰώνων ἡ γῆ τῆς Χαιρωνείας ἅμα οἱ γίγαντες τῆς ἐποχῆς μας ἀνασκάψαντες τὴν ἀνεῦρον, καὶ τὴν ἐφύσησαν, καὶ ἀντήχησε πανταχοῦ καὶ εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὰς πεδιάδας, καὶ εἰς τὰς νήσους τῶν Ἑλλήνων, καὶ εὐθὺς ὁ Καραϊσκάκης πρὸς τὸν κοινὸν ἔδραμεν ἀγῶνα.

Τὰ προοίμια τῶν ἐνδόξων κατορθωμάτων του εἰς τὴν Τατάρναν, εἰς τὸ Μακρυνόρος, εἰς τ’ Ἄγραφα καὶ εἰς τὸν Ἀχελῶον, διεκόπησαν ἀπὸ βαρεῖαν καὶ δεινὴν νόσον, διὰ τὴν ὁποίαν ἠναγκάσθη νὰ μεταβῆ εἰς Ἰθάκην διὰ νὰ θεραπευθῇ. Ἀπηλπισμένος ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, ἐλάκτισε τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας του, καὶ ἐπανέτρεξε πρὸς τὸ στάδιον τῶν μεγάλων ἄθλων, μ’ ἀκατάσχετον ἐπιθυμίαν του νὰ μετρηθῶσι αἱ ὀλίγαι ὑπόλοιποι ἡμέραι τῆς ζωῆς του μὲ τόσα τρόπαια κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἀλλ’ εἰς τὴν ἐπάνοδόν του, ἔμελλε ν’ ἀντιπαλαίῃ μὲ τὴν χρονικὴν ἀσθένειάν του, μὲ τὸν κοινὸν ἐχθρὸν καὶ τὸ δεινότερον μὲ τὸν φθόνον καὶ τὴν συκοφαντίαν, καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεται ἡ δευτέρα πρᾶξις τοῦ δράματος τῆς μετὰ τὴν ἐπανάστασιν ζωῆς αὐτοῦ τοῦ μεγαλοπράγμονος ἀνθρώπου, πρᾶξις περιέχουσα τὴν βαρυπενθεστάτην τῶν περιπετειῶν, τὴν καταστροφὴν τοῦ Μεσολογγίου!

Ὁ κατὰ τὴν διάγνωσιν τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος οὗτος ἀνήρ, ἐπανελθὼν εἰς τὸ πατρῶον ἔδαφος ἀπέδειξεν, ὅτι διὰ τοὺς ὑπὲρ πατρίδος ἐνθέρμους ἀγωνιστὰς ὑπάρχει ἄλλο σύστημα θεραπευτικῆς, ὅτι αὐτοὶ ἀναλαμβάνουσι τὴν ὑγείαν των μὲ συντόνους στρατιωτικὰς πορείας, μὲ διανήξεις ποταμῶν, μὲ ὑπαίθρους διανυκτερεύσεις, μὲ συνεχεῖς συγκρούσεις μετὰ τῶν πολεμίων. Κατ’ ἐκείνην τὴν πολύαθλον ἐποχὴν ὁ Κιουταχῆς καὶ ὁ Ἰβραχίμης τῆς Αἰγύπτου ἐπολιόρκουν τὸ Μεσολόγγιον, φοβεροὶ διὰ τὴν τόλμην των, καὶ τὴν ἀνένδοτον ἐπιμονήν των. Στόλοι ἐκ μέρους τῆς θαλάσσης ἀποκλείοντες στενότατα τὸν εἴσπλουν, στρατόπεδα κατὰ τὴν ξηρὰν πλησίον τῶν προμαχώνων τοῦ φρουρίου περιταφρευμένα καὶ μὲ τριπλῆν ὀχυρωμένα σειρὰν κανονοστασίων εἶχον ἀκαταπλήκτους ἀντιπάλους τὴν φρουρὰν Μεσολογγίου καὶ τὸν Καραϊσκάκην, ὅστις τρέξας πρὸς βοήθειάν της καὶ ποτὲ μὲν νυκτομαχῶν καὶ προσβάλλων τὰ χαρακώματα τῶν πολιορκούντων ποτὲ δὲ περικόπτων τὰς διὰ ξηρᾶς ζωοτροφίας των καὶ τὰ τοῦ πολέμου ἐφόδια, ἄλλοτε δὲ ραγδαῖος ἐπιπίπτων κατ’ ἀποσπασμάτων ἐχθρικῶν, ἠγωνίζετο νὰ λύσῃ τὴν πολιορκίαν.

Ἀλλὰ μέγιστος καὶ ἀκαταμάχητος ἐχθρός, ἡ πεῖνα, εἰς τὸν ἔσχατον καταντήσασα βαθμόν, ἔφερε τέλος πάντων τὴν ἀκαταγώνιστον φρουρὰν εἰς ἀπελπισίαν διότι ὁλόκληρος πόλεως λαὸς δὲν δύναται ποτὲ ν’ ἀποφασίσῃ ἐξαγωγὴν βίου μὲ τοιαύτην ἀποκαρτέρησιν. Ὅταν ἆρα κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην τῆς ἐξόδου νύκτα οἱ Μεσολογγῖται ὁδηγοῦντες μὲ τὴν εὐώνυμον μὲν χεῖρα ἄλλος τέκνον, ἕτερος γηραιὸν πατέρα, ἀδελφὴν ἂλλος καὶ μητέρα, ἄλλος δὲ σύζυγον φιλτάτην καὶ μὲ τὴν δεξιὰν κρατοῦντες τὸ ξίφος γυμνόν, ὥρμησαν νὰ διεκπηδήσωσι τόσα χαρακώματα καὶ τάφρους καὶ στρατόπεδα τῶν ἐχθρῶν, τότε ὁ Καραϊσκάκης βαρέως ἀσθενῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ καταβῇ πρὸς τὰς ὑπηρεσίας τῆς ὀρεινῆς του θέσεως, ὅπου ἦτον στρατοπεδευμένος διὰ ν’ ἀντιπερισπάσῃ τὸν ἐχθρὸν καὶ νὰ προστατεύσῃ τὴν ἔξοδον τῶν Μεσσολογγιτῶν. Περίπτωσις ὀλεθριωτάτη, πενταπλασιάσασα τὸν φόνον τῶν ἀειμνήστων αὐτῶν ἀνδρῶν, συμφορὰ κατασείσασα ὅλην ἐκ θεμελίων τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποίαν ὁ νικητὴς ἐχθρὸς ἀφού κατέστρεψε τὸ πρώτιστον καὶ εὐθετώτατον προπύργιόν της, ἐθεωροῦσε πλέον ὡς στάδιον ὁμαλὸν καὶ ἀκίνδυνον τῶν μελλόντων αὐτοῦ θριάμβων.

Ἕως τῆς καταστροφῆς τοῦ Μεσσολογγίου ὁ Καραϊσκάκης ἐφάνη εἷς ἐκ τῶν πολλῶν προμάχων τῆς Ἑλληνικῆς ἐλευθερίας. Ἡ μεγάλη αὐτὴ τοῦ ἔθνους συμφορὰ τὸν ἐχορήγησε τὴν τρίτην πράξιν τοῦ δράματος τῶν ἀγώνων του, τόσον θαυμαστῶν, ὥστε εὐφυὴς ζωγράφος ἤθελε παραστήσει εἰς πίνακα τὰ Ἠλύσια πεδία, ὅπου ἐν μέσῳ ὄντες τῶν Ἀγησιλάων καὶ τῶν Φιλοποιμένων οἱ πεσόντες ἀριστεῖς τῆς ἀναδημιουργηθείσης Ἑλλάδος νὰ δακτυλαδεικτῶσι πρὸς αὐτοὺς τὸν Καραϊσκάκην.

Εἶναι ἄνδρες, τὸ εἶπα ἀνωτέρω καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ἄνδρες, τῶν ὁποίων τὸ μεγαλεπήβολον καὶ τὸ μεγαλουργὸν προκαλοῦσι, καὶ ὡς λυδία λίθος βασανίζουσι, δεινότης περιστάσεων, ἀνελπιστία πραγμάτων, κινδύνων ἀκμή, παρελθὸν τρομερόν, παρὸν ἄγριον, καὶ καταπληκτικώτατον. Οἱ τοιοῦτοι ἄνδρες ἔχουσι μυστηριώδη καὶ ἀνεξήγητόν τινα δύναμιν ψυχῆς, εἰς τὴν ὁποίαν πιστεύοντες ἀδιστάκτως, ὁρμῶσι πρὸς τὰς μεγάλας πράξεις καὶ ἐκτελοῦσι θαύματα.

Μετὰ τὴν κατασκαφὴν τοῦ Μεσολογγίου ἀμέσως ἐμελέτησε καὶ ἀπεφάσισεν ὁ Καραϊσκάκης τὴν καταστροφὴν τοῦ ἐχθροῦ, τὴν ἀνάκτησιν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ὅλης πρὸς τὰς κορυφὰς καὶ τὰ σπήλαια τῶν ὀρέων καταφυγούσης, τὴν ἀναβίωσιν τῆς ψυχορραγούσης ἐλευθερίας μας μεταβαίνει λοιπὸν χωρὶς ἀναβολὴν καιροῦ πρὸς τὴν Διοίκησιν εἰς τὸ Ναύπλιον, παραλαβὼν μεθ’ ἑαυτοῦ ὀκτακοσίους στρατιώτας «δός με, λέγει εἰς τὴν Διοίκησιν, δός με διαταγὴν νά ἐκστρατεύσω ἀρχηγὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα, δός με καὶ ὀλίγα χρήματα, καὶ ὑπόσχομαι, ὅτι θέλετε ἀκούσει τὸν ἐχθρὸν καταδιωκόμενον ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μου ἕως τὴν δεξιὰν ὄχθην τοῦ Σπερχειοῦ, ἕως τὰς Θερμοπύλας».

Ἡ ὑπόσχεσίς του ἦτον μεγάλη καὶ δυσκατόρθωτος, ἀλλ’ αἱ ἀπαιτήσεις του καὶ αἱ δύο ἦσαν δυσκολοκατορθώτεραι ἀφ’ ἑνὸς μέρους ἦτον ἡ χρηματικὴ ἀμηχανία τῆς Διοικήσεως, ἂφ’ ἑτέρου εἶχε τὸν φθόνον σκευωροῦντα, καὶ ἐναντιούμενον εἰς τὸ νὰ διορισθῆ γενικὸς ἀρχηγὸς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, μόλα ταῦτα κατόρθωσε καὶ τὰ δυὸ μὲ τὴν ἀκαταγώνιστον ἐπιμονήν του καὶ μὲ τὴν ἀπότομον ἀρχηγίαν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος. Ἔλαβε χρήματα μολονότι ὀλίγα καὶ διέβη τὸν ἰσθμὸν τῆς Πελοπονήσσου μετὰ διακοσίων στρατιωτῶν, εὐχηθεὶς ἔκβασιν εὐτυχῆ καὶ ταχεῖαν τῆς ἐκστρατείας του, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν χερσόνησον ὅπου μετὰ τῶν συναδέλφων του τῶν καρτεροψύχων Πελοποννησίων νὰ καταπολεμήσῃ τὸν Ἀννίβαν τῆς Αἰγύπτου Κίνημα μανιῶδες, ἢ ὀρμὴν μωρᾶς καὶ χωρὶς πεῖραν ἀλαζονίας ἤθελεν ὀνομάσει τις τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν τοῦ Καραϊσκάκη; Τὸ Μεσολόγγιον ἔκειτο κατατεφρωμένον, τῆς ἡρωικῆς φρουρᾶς του τὰ δύο τρίτα ἔπεσον κατὰ τὴν μακρὰν πολιορκίαν, καὶ τὴν πανδημεί ἒξοδον τῶν πολιτῶν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλὰς μέχρι τῶν Ἀθηνῶν ἐπλημμυρεῖτο ἀπὸ τὸν χείμαρρον τῶν ὑπὸ τὸν Κιουταχῆν στρατευμάτων. Ὁ Κιουταχῆς οὗτος ἦτον πολεμιστὴς δεινὸς διὰ τὴν μακράν του πεῖραν, καὶ ἀκάματος διὰ τὴν φιλοτιμίαν του, διὰ τὴν θρησκείαν του, καὶ διὰ τὰς ἀδυσωπήτους τοῦ ἡγεμόνος του προσταγάς ὁ Καραϊσκάκης ἐκ τοῦ ἐναντίου ὥρμησεν εἰς τὴν ἐκστρατείαν μὲ διακοσίους μόνους στρατιώτας, μὲ κουφότατον στρατιωτικὸν ταμεῖον, μ’ ἐφόδια μόλις ἀρκετὰ εἰς ἀκροβολισμούς τινας, ἔχων ἔμπροσθεν τὸν Κιουταχῆν τηλικοῦτον ἀντίπαλον, ὄπισθεν ὄχι ἀκμαιότερον πολέμιον τὴν ἀντιζηλίαν, καὶ τὴν τότε Διοίκησιν κριτὴν τῶν πράξεών του παλίμβολον καὶ ἀλλοπρόσαλλον διὰ τὴν ἀδράνειάν της. Ἀλλ’ ὅλοι αὐτοὶ οἱ στοχασμοὶ ἦσαν σκέψεις φρονήσεως κοινῆς, καὶ χυδαίας, καὶ χειραγωγουμένης ἀπὸ τῶν πραγμάτων τὴν ἐπιφάνειαν ὁ Καραϊσκάκης ὅμως ἂλλὴν εἶχε τοῦ σκέπτεσθαι ἀκριβῆ ὁδόν, ἂλλην στενωπὸν τοῦ στοχάζεσθαι εἰς αὐτὸν μόνον ἐγνωσμένην ἐκινήθη ἀπὸ τὴν ἰσχυρὰν συνείδησιν τῆς στρατηγικῆς ἰκανότητός του, ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς γενναιότητος τῶν Στερεολλαδιτῶν πολεμιστῶν, οἱ ὁποῖοι τοσάκις ἐκτυπήθησαν καὶ ἐκτύπησαν τὸν ἐχθρόν ἐστοχάσθη ὅτι ἡ τέφρα τοῦ Μεσολογγίου ἦτο δι’ αὐτοὺς κόνις ἀξία τοῦ σταδίου, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμελλον ν’ ἀγωνισθῶσι μὲ σφοδροτέραν ρώμην μὲ ἀκαμπτοτέραν ἀγανάκτησιν ἐκδικήσεως ἐστοχάσθη, ὅτι εἰς πόλεμον εἰσβολῆς καὶ ἐπιθέσεως οἱ εὔζωνοι καὶ λιποί τῆς πατρίδος στρατιῶται πολεμικὰ ἐφόδιά των ἒχουσι τὰ ἐφόδια τῶν ἐχθρῶν, ζωοτροφίας τὰς ζωοτροφίας τῶν ἐχθρῶν, καὶ ἔνδοξον μισθοδοσίαν τὴν νίκην λαψυρονόμον ἐστοχάσθη ὅτι αἱ ρίζαι τῶν τροπαίων δὲν φοβοῦνται τὸν σκώληκα τοῦ φθόνου.

Αὐτοὺς τοὺς στοχασμοὺς περιστρέφων εἰς τὸν νοῦν του ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον κατὰ τὴν 19ην τοῦ Ἰουλίου καὶ ἔφθασε κατὰ πέμπτην τοῦ Αὐγούστου εἰς τὰς Ἀθήνας πρὸς τὸ Χαϊδάρι μὲ τετρακισχιλίους καὶ ἑξακοσίους στρατιώτας. Τὴν ἐπιοῦσαν ἐσυγκροτήθη μάχη εἰς τὸ Χαϊδάρι, ὅπου ἐνίκησαν ἐπιφανῆ νίκην οἱ Ἕλληνες, καὶ ὅπου λαμπρῶς ἠγωνίσθη ὁδηγῶν χιλίους διακοσίους τακτικοὺς ὁ φίλτατος τῶν Ἑλλήνων Φαβιέρος.

Ἀφοῦ ὁ Καραϊσκάκης εἰς διάστημα δύο μηνῶν κατεστρατήγησε τὸν ἐχθρὸν εἰς συνεχεῖς συμπλοκάς, εἰσβίβασε δὲ εἰς τὴν Ἀκρόπολιν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Γούρα πρὸς ἐμψύχωσιν καὶ ἐνίσχυσιν τῆς φρουρᾶς ἕν σῶμα στρατιωτικὸν ὑπὸ γενναῖον καὶ ἀπτόητον ἀρχηγόν, καὶ ἐνδυνάμωσε τὸ στράτευμά του μὲ τὰ ἐκ τῆς Πελοποννήσου συρρεύσαντα ἐπικουρικὰ σώματα, εἶδε τότε ὅτι ἔφθασεν ὁ ἁρμόδιος καιρὸς τῆς ἐκστρατείας του εἰς τὰς παραιτέρω ἐπαρχίας διὰ νὰ τὰς ἐλευθέρωσῃ, διὰ ν’ αὐξήσῃ προχωρῶν τὰς δυνάμεις του μὲ προσθήκην στρατιωτικῶν σωμάτων, καὶ διὰ νὰ κόψῃ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἐχθροῦ μὲ τὰς ὄπισθέν του ἐπαρχίας, ὁπόθεν τὸν ἤρχοντο καὶ τροφαί, καὶ στρατεύματα νέα καὶ ἐφόδια, καὶ οὕτω νὰ τὸν καταναγκάσῃ νὰ λύσῃ τῶν Ἀθηνῶν τὴν πολιορκίαν.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὠχύρωσε καὶ ἐνίσχυσεν ἀσφαλῶς τὸ ἐν Ἐλευσῖνι στρατόπεδον διὰ νὰ θέσῃ τὸν ἐχθρὸν μεταξὺ δύο προσβολῶν, καὶ διὰ νὰ φράξῃ τὴν εἰσβολήν του εἰς τὴν χερσόννησον, ἐκίνησε κατὰ τὴν 25 τοῦ Ὀκτωβρίου ὄχι διὰ νὰ κατορθώσῃ ἐπιδρομὴν τίνα στρατιωτικὴν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀνάκτησιν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, μολονότι οἱ εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν πρᾶξιν συνεξορμήσαντες ὑπ’ αὐτὸν στρατιῶται ἦσαν ὅλοι τὸν ἀριθμὸν δύο χιλιάδες καὶ πεντακόσιοι. Θαυμαστὸς κατὰ τὴν ὀξύτητα τῶν πορειῶν, ἐν καιρῷ χειμῶνος καὶ εἰς τόπους σκεπασμένους ἀπὸ ἐρείπια καὶ τέφραν, καταστρατηγῶν τὸν ἐχθρόν, καὶ προλαμβάνων τοὺς σκοπούς του, εὔστοχος εἰς τὰς προσβολάς, καρτερικὸς εἰς τὰς ἀφορήτους κακουχίας, πρῶτος ὁρμῶν εἰς τοὺς κινδύνους, ὁσάκις ἒβλεπεν ἀποδειλιῶντας τοὺς στρατιώτας του μεγαλόδωρος πρὸς τοὺς ἀνδραγαθοῦντας ἀπέδειξεν, ὅτι γεννηθεὶς στρατηγὸς ἐδιδάχθη ἀπὸ τὴν πεῖραν τῶν κατὰ τὴν ἐπανάστασιν ἀγώνων εἶναι ἂξιαι τῆς ἱστορίας αἱ μάχαι τῆς Ἀράχοβας, τοῦ Ζεμενοῦς, τοῦ Διστόμου, καὶ τῆς Φοντάνας τὰς ὁποίας ἐκέρδισεν εἰς διάστημα τεσσάρων χειμερινῶν μηνῶν, ἐλευθερώσας τὴν Βοιωτίαν, τὴν Φωκίδα καὶ τὴν Λοκρίδα ἕως τὴν δεξιὰν ὄχθην τοῦ βαθυδίνου Σπερχειοῦ.

Κατορθώσας λοιπὸν τῆς ἐκστρατείας του τὸν σκοπόν, καὶ ἐξασφαλίσας τὰς ἐλευθερωθείσας ἐπαρχίας, ἐπανέστρεψε μὲ χιλίους διακοσίους στρατιώτας κατὰ τὸν Φεβρουάριον εἰς Ἀθήνας, καὶ ἀμέσως ἂρχισε νὰ ἐνεργῆ ὡς δραστήριος καὶ συνετὸς στρατηγὸς τὰ πρὸς διάλυσιν τῆς πολιορκίας ὅσα εἰς διάστημα τεσσαράκοντα ἡμερῶν κατώρθωσεν πρὸς τὸν μεγάλον αὐτὸν σκοπόν, συναγωνιζόμενος μετὰ τῶν Στερεολλαδιτῶν, μετὰ τῶν Πελεποννησίων καὶ μετὰ τῶν ναυτικῶν ἕως τὴν ἡμέραν τῆς τελευτῆς του, εἶναι ἱκανὰ πρὸς ἀπόδειξίν των ὅτι ἤθελεν ἀποβῇ εὐτυχὴς ἡ ἐπιχείρησίς του, ἀλλὰ μία φεῦ! θανατηφόρος τουφεκίου βολὶς ἐματαίωσε τόσον μεγάλας προσδοκίας, κατέβαλε τὸν ἄνδρα, καὶ συγκατέβαλε τὴν Ἀκρόπολιν. Ἐὰν πρὸ δύο ἡ τριῶν ἐτῶν, ἤθελε νικήσει καὶ ἐπιζήσει ὁ Καραϊσκάκης, ἔλυεν ἴσως τὸ πρόβλημα «διατὶ δὲν ἐφάνη καθόλον τὸ διάστημα τοῦ ἀγῶνος εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀνὴρ ἱκανὸς νὰ συγκέντρωση εἰς ἑαυτὸν ὅλην τὴν δύναμιν στρατιωτικὴν καὶ πολιτικὴν τοῦ ἔθνους» ἤθελεν ἴσως ἀποδείξει, γενόμενος αὐτὸς κέντρον ἑνιαῖον, ὅτι τοῦτο δὲν ἦτο κατορθωτόν, ἐνόσω τὰ Ἐλληνικὰ ὅπλα ἦσαν πρὸς ἄμυναν ἱκανά, ἀλλ’ ἀνίσχυρα πρὸς ἐπίθεσιν, ὅτι ἡ ἄμυνα, ὅσον ἡρωϊκὴ καὶ ἂν κατορθωθῇ, εἶναι ἄγονος καὶ παθητικὴ ὅτι μόνη ἐπιθετικῶν μαχῶν εὐόδωσις, πολλαπλασιάζουσα τὰ μέσα τοῦ νικῶντος ἀρχηγοῦ, ἠμπορεῖ νὰ τὸν καταστήσῃ ἀνώτατον πηδαλιοῦχον ἑνὸς κυμαινομένου ἀπὸ τὴν δημοκρατίαν ἔθνους.

Ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη δικαίως ἐθρηνήθη ἀπὸ τὸ στρατόπεδον ὅλον, ἀπ’ ὅλην τὴν Ἑλλάδα πόσοι ἀπὸ τοὺς συναγωνιστάς του τοὺς περικυκλοῦντας σήμερον τοῦτο τὸ μαυσωλεῖον, οἱ μὲν ἐστέναζον τότε στεναγμοὺς βυθίους προσηλωμένους ἔχοντες εἰς τὰ ὅπλα των τοὺς ὀφθαλμοὺς των, οἱ δὲ ἐσιώπησαν σιωπὴν βαθεῖαν κατηφείας, σιωπὴν μελετῶσαν ἐκδίκησιν. Τὸ πάνδημον τοῦτο πένθος ἤθελε μετριάσει μία λαμπρὰ νίκη καὶ αὐτὴ βεβαίως ἐκατορθώνετο, ἐὰν τὸ σχέδιον τῆς συγκροτηθείσης μάχης ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη δὲν ἤθελεν εἶναι διακιδυνευμένον τολμηρῶς, καὶ ἐὰν ἡ ἐκτέλεσίς του δὲν διεκυβεύετο τολμηροτέρως. Ἀντὶ τοῦ νὰ νικήσῃ λοιπὸν ἡ Ἑλλὰς εἰς αὐτὴν τὴν περὶ τὴν ὅλην μάχην, ἐνηκήθη, ἔπαθε χιλιόνεκρον τροπήν, ἠρωοφόνον καὶ ἀπαρηγόρητον συμφοράν εἰς αὐτὴν τὴν ἧτταν ἔπεσον ἀριστεῖς Πελοποννησίων, Στερεολλαδιτῶν, Σουλιωτῶν, Κρητῶν καὶ φιλελλήνων.

Ἀλλὰ ἐπέπρωτο νὰ πάθῃ ἡ Ἑλλὰς τόσον μεγάλας συμφοράς, ἐπέπρωτο νὰ μεταμορφωθῇ ὅλη εἰς σκηνὴν πολυκλαύστου τραγωδίας, διὰ ν’ ἀπόδειξῃ πασιφανῶς πόσα ὑπέστη ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, πόσον εἶναι ἀξία τῆς ἐλευθερίας, καὶ διὰ νὰ χορήγησῃ εἰς τὴν Μεγαλειότητά σου, Βασιλεῦ, τὴν τύχην τοῦ ν’ ἀναδεχθῇς τὸ μεγάλον ἔργον τῆς εὐδαιμονίας της. Εἰς τὴν Μεγαλειότητά σου, ὦ Βασιλεῦ, ἀπέκειτο τὸ ν’ ἀποδώσῃς πασιφανῶς εἰς τοὺς ὑπὲρ πατρίδος πεσόντας τὰς ἐπιταφίους τιμάς, καὶ τὸν ἀκήρατον ἔπαινον, μόνας ἀμοιβὰς ἀξίας τῶν ἡρωϊκῶς ἀποθανόντων. Ἰδοὺ ἀναγείρων μαυσωλεῖον σήμερον εἰς τούτους τοὺς ὑπὲρ Ἀθηνῶν πεσόντας, σπεύδεις καὶ Σύ, Μεγαλειότατε, πρὸς αὐτοὺς σήμερον δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Μάρτυρες δακρυχέοντες τῆς τοιαύτης ἀμοιβῆς σήμερον οἱ Ἕλληνες, αἰσθάνονται ὅλον τὸ ἀνεκτίμητον αὐτῆς μέγεθος.

Τὶς Ἕλλην ἕως ἑνὸς δὲν θέλει φλέγεσθαι ἀπὸ τὴν ἒφεσιν τοῦ νὰ δείξη ὅτι εἶναι ἄξιος καὶ Σοῦ, Βασιλεῦ, καί τῆς Πατρίδος;

 

Το καταχθόνιο παιχνίδι

……….Ο ΒΛΑΧΟΠΑΝΝΗΣ, στην βιογραφική αρχειακή μελέτη του  γιά τον Καραϊσκάκη, γράφει: «Τριγύρω στο στρατόπεδο και γύρω στην σκηνή τού πολεμάρχου νικητή παίχτηκε καταχθόνιο παιχνίδι, που είχε τέλος τραγικό, τού στρατοπέδου την καταστροφή, και τού στρατηγού τον θάνατο. Η τραγωδία αυτή θα φανεί στον τόπο που τής πρέπει και διάπλατα θ’ αφηγηθεί».15 Κι αλλού : «Ο Μαυροκορδάτος μετά την δίκη τού Καραϊσκάκη δεν επεθύμησε μονάχα τον θάνατό του, δεν τον κήρυξε μονάχα χρήσιμο στο συμφέρον τής πατρίδας, αλλά και ωργάνωσε καταχθόνιο σχέδιο γιά τον θάνατό του. Η απόδειξη θα φανεί εκεί που πρέπει». 16 Κι ακόμα: «. . . Και γι’ αυτό άμα έπεφτε (ο Μαυροκορδάτος) απάνω σ’ άνθρωπο ανυπόταχτο κι ανίκανο να πέσει και να προσκυνήσει, έχανε τα λογικά του και γινό­ταν άξιος ακόμα και τού φόνου το μεγάλο κακό να βάλει εμπρός και να τελέψει, καθώς τόκανε με τον άτυχο Καραϊσκάκη». 17

……….Καθώς βλέπουμε ο ακούραστος ερευνητής, που όλη την ζωή του μά­ζευε έγγραφα και πληροφορίες γιά τον Καραϊσκάκη είναι σίγουρος πως δεν σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι ο ήρωάς μας, μα δολοφονήθηκε. Κι έχει δίκιο. Στο μόνο που δεν συμφωνούμε μαζί του είναι, πως ο φόνος του στά­θηκε έργο μοναχά τού Μαυροκορδάτου. Και να γιατί :

……….Ο Κόχραν κι ο Τσώρτς, μέσα στις λίγες μέρες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο τού Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε την δύναμη ν’ αντι­σταθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στην Στερεά, γιά να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή τού απε­λευθερωτικού κινήματος στον Μοριά, για νά ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργόταν κάτω από τον από­λυτο έλεγχό της. Με το πέσιμο τού Μεσολογγίου το 1826, που η κυβέρ­νηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου τά’ φησε ξεπίτηδες αβοήθητο18 τό ‘χε πετύχει. Μα να που ο αγράμματος κι αρρωστιάρης αυτός καπετάνιος σήκωσε, με μία χούφτα γυμνούς και πεινασμένους αγωνιστές, πάλι στ’ άρ­ματα την Ρούμελη. Και σαν να μην έφτανε τούτο το κακό, που χάλαγε τα σχέδια των Εγγλέζων, τώρα. Ο ίδιος αυτός «παράξενος» πολεμάρχης, πήγαινε να καταστρέψει τον Κιουταχή και να ελευθερώσει ολόκληρη την Στερεά Ελλάδα. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, το ελληνικό στράτευμα τού Πειραιά να νικηθεί και το στρατόπεδο να σκορπίσει.

……….Το μέγα όμως εμπόδιο στεκόταν πάλι ο Καραϊσκάκης. Όσο κι αν αντέδρασαν ο Κόχραν κι ο Τσώρτς στο σωστό σχέδιό του, που θ’ ανάγκαζε τον Κιουταχή να παρατήσει την πολιορκία τής Αθήνας και να φύγει, φοβόνταν πως ίσως τούτος ο διαβολάνθρωπος, που τόσο λίγο τους λογάριαζε, να τα κατά­φερνε να σώσει την Αθήνα. Βγάλανε λοιπόν το συμπέρασμα, πως ο Κα­ραϊσκάκης ήταν πολύ επικίνδυνος γιά τα συμφέροντα τής Αγγλίας στην Μεσόγειο. Μήπως δεν ήταν αυτός, που μαζί με τον Κολοκοτρώνη, πρω­τοστάτησε να ‘ρθεί κυβερνήτης τής Ελλάδας ο Καποδίστριας ; Έπρεπε να λείψει από την μέση. Πρόθυμο βέβαια συνεργό στους εγκληματικούς σκο­πούς τους βρήκαν τον θανάσιμο εχθρό τού ήρωα,  τον Μαυροκορδάτο.

……….Η εκτέλεση τού σατανικού τους σχεδίου αρχίζει πριν ακόμα φτάσουν στον Πειραιά, με την στρατολογία πληρωμένων σωμάτων που θά΄ ταν αφοσιωμένα σ’ αυτούς, κάτω από την διοίκηση τού ανιψιού τού Κόχραν συνταγματάρχη Urquhart. Ακολούθησε έπειτα τούτους εδώ τους δρόμους:

  • 1) Την θεατρική υπόσχεση τού Κόχραν, όταν παράδωσε την σημαία με την κουκουβάγια, γιά πλούσιες χρηματικές αμοιβές. Με τον τρόπο αυτόν γύ­ρεψε να πάρει μαζί του τους φουκαράδες αγωνιστές που δεν είχαν μήτε ένα παλιοτσάρουχο να φορέσουν,
  • 2) Την επιμονή τού Κόχραν και τού Τσώρτς να γίνει η επίθεση από το Παλιό Φάληρο, από το πιό ακατάλληλο δη­λαδή μέροςέτσι που ο ίδιος ο Καραϊσκάκης να οδηγήσει στην συμφορά το ελληνικό στράτευμα,
  • 3) Την πρόκληση γιά σφαγή των κλεισμένων στο μοναστήρι οχτρών, με την ελπίδα πως οι Αρβανίτες θα σκότωναν τους ομήρους, που ένας άπ’ αυτούς ήταν ο Καραϊσκάκης, και
  • 4) Την υπονόμευση με κάθε τρόπο τού γοήτρου που είχε ο Καραϊσκάκης, κολακεύοντας φι­λοδοξίες κι εξαγοράζοντας συνειδήσεις. Και κάπως το πέτυχαν αυτό. Μπόρεσαν να μπλέξουν στα δίχτυα τους κάμποσους καπεταναίους, ακόμα κ’ ένα – δυο Ρουμελιώτες, όπως τον Ρούκη και τον Κοντογιάννη.

……….«Προ ημερών» γράφει ο Κασομούλης «ο Ν. Κοντογιάννης επαραπονείτο διά τον Αρχηγόν, ότι δεν μάς προσέχει ούτε εις την τιμήν, ούτε εις την πρόβλεψιν, ότι και την δόξαν και όλα τα θέλει διά τον εαυτόν του, και ότι πρέπει να τον περιορίσωμεν να μη ελέγχει τους αξιωματικούς με τόσην αυθάδειαν και άλλα και ότι δεν έπρεπεν να καταδεχώμεθα να συρώμεθα από έναν μούλον».

Και ποιον άλλον, τον ρωτάει ο Κασομούλης, έχουμε καλύτερο και πιο ντόμπρο;

Έχουμε και μάλιστα άντρα οπού ξέρει καλά τον πόλεμο κ’ έχει και ντούπιες και μοιράζει, απαντάει ο Κοντογιάννης εννοώντας τον Τσώρτς.

Που είναι οι ντούπιες; Δείξε μου καν πρώτος εσύ μια οπού τόνε γνώρισες και πήρες.

Φτάνει να ενωθούμε, να γίνουμε ένα σώμα και σε βεβαιώνω πως θα πλερωνόμαστε ταχτικά.

……….Τούλεγε, μ’ άλλα λόγια, να τραβηχτούν από τον Καραϊσκάκη και ν’ αφοσιωθούνε στον Τσώρτς και τότες θα παίρνανε το δίχως άλλο λουφέ. Ο Κασομούλης, τίμιος αγωνιστής, τον αντικόβει και τού αποκρίνεται:

Παράτα με, καπετάν Νικολάκη! Αμ αρκετό καιρό μελέτησα τους χαρακτήρες όλων των οπλαρχηγών — κ’ εσύ δα τους ξέρεις. Ποιο καθαρόν απ’ αυτόν δε βρήκα. Για τούτο ας δουλεύουμε όλοι κάτω από τις προσταγές του, κάτι να φτιάσουμε. Αυτός ούτε παιδιά μεγάλα έχει ούτε συγγενείς να κοιτάξει. Είναι μοναχός. Μούλος ξεμούλος, αυτός είναι που θα μάς δείξει τον πόλεμο και την αληθινή δόξα. Από το τίποτα, δίχως κόμμα, δίχως βοήθεια μοναχά με την παλικαριά του και την καθαρή αγάπη του γιά την πατρίδα—μ’ όλα τα κυνηγήματα οπού τού κάναμε, όπως το ξέρεις κ’ ελόγου σου—έφτασε εκεί που έφτασε κι όπου ούτε έφτασε ούτε θα φτάσει άλλος!

……….Αφού δεν τον ξέκαναν οι Αρβανίτες, που τον είχαν όμηρο στα χέρια τους, δεν απόμενε άλλο παρά να τον ξεκάνουν πάνω στην μάχη, με τον τόσο γνωστό μπαμπέσικο τρόπο. Το πράμα δε στεκόταν καθόλου δύ­σκολο, γιατί ο Καραϊσκάκης δεν ήταν από τους αρχηγούς που μένανε πίσω, μα κινδύνευε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους.

……….Το καταπληκτικό είναι πως ο Κολοκοτρώνης, ο έξοχος αυτός νους τού Μοριά, αν και βρισκόταν τόσο μακριά από τον τόπο που παιζόταν το δράμα, πρόβλεψε πως ο Καραϊσκάκης θα σκοτωνόταν! Να τί γράφει ο Φωτάκος: «Όταν δε είμεθα εκεί εις την Συνέλευσιν τής Τροιζήνος, μίαν αυγήν ο Κολοκοτρώνης αμέσως εσηκώθη από τον ύπνον και άρχισε να βλασφημεί και να προλέγει, ότι θα σκοτωθεί ο Καραϊσκάκης και θα χαθεί το Ελληνικόν στράτευμα˙ είπε δε αμέσως εις τον γραμματικόν του Ν. Δραγούμην, όστις τότε ευρέθη εκεί και ήτο νέος και ομοτράπεζός του, ο οποίος ευτυχώς ζεί και επικαλούμεθα την μαρτυρίαν του, να γράψει γράμμα συμβουλευτικόν προς τον Καραϊσκάκην».

………..Ποιό στέκεται το συμπέρασμα απ’ όλ’ αυτά; Μα τό ΄χει βγάλει πιά ο ίδιος ο αναγνώστης.

……….Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα τής εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα κ’ εμπνευστές τής σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσώρτς κι ο Μαυροκορδάτος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Είναι ο μόνος που λέει πως πληγώθηκε όταν οι δικοί μας φεύγανε νικημένοι, ενώ όλοι οι άλλοι βεβαιώνουν πως χτυπήθηκε όταν κυνήγαγε νικητής τους Τούρκους.
  2. Δ. Αινιάνα «Καραϊσκάκης», έκδ. Β.’, σ. 106.
  3. Id. Σ. 107.
  4. I. Θ. Κολοκοτρώνη «Ελληνικά Υπομνήματα», σ. 448.
  5. Ολόκληρη η βιογραφία τού Παπαρρηγόπουλου για τον Καραϊσκάκη είναι σχεδόν πιστή αντιγραφή από τον Αινιάνα, χωρίς μάλιστα καν να τον αναφέρνει.
  6. Γ. Φίνλεϋ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», ελλ. Μετάφρ. Τ. Β’. , σ. 144.
  7. Μακρυγιάννη op. Cit. Έκδ. Β’. , τ  α’. , σ. 318 ?. Αθηναϊκόν Αρχείον σ. 238.
  8. Χρ. Περραιβού «Απομνημονεύματα πολεμικά», τ. Β . , σ. 145.
  9. Ο Ζαμπέλιος κάνει το ίδιο λάθος με τον Σπυρ. Τρικούπη· νομίζει πως ο Καραϊσκάκης έπειτα που πληγώθηκε πήγε στη σκηνή του, ενώ, όπως είδαμε, τον ανέβασαν από το Τουρκολίμανο στη γολέτα «Σπαρτιάτης».
  10. Γ. Ζαμπέλιου «Γεώργιος Καραϊσκάκης», σ. Η’.
  11. Τ’απότομο στριφογύρισμα τού άλογου του για να μπιστολίσει.
  12. Κασομούλης op. Cit. Τ. Β’. , σ. 507.
  13. Κασομούλης op. Cit. Τ. Β’. , σ. 508, σημ. 3.
  14.  Γ. Βλαχογιάννη «Καραϊσκάκης, βιογραφική αρχειακή μελέτη», σ. 14.
  15. Id. Σ. 46. Ο Βλαχογιάννης δεν τέλειωσε τη μελέτη του, όπως τον πρόλαβε ο θάνατος. Έτσι, η υπόσχεση του ν’ αποδείξει πως ο Μαυροκορδάτος οργάνωσε το φόνο δεν πραγματοποιήθηκε.
  16. Id. Σ. 46.
  17. Βλέπε Σπυρομήλιου «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Με­σολογγίου», σ. 88, 91, 113 – 4 και 124.

* Πηγή διαθήκης: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Δ.Φωτιάδη, Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977, σελ. 361, τόμ. ΙΙ

Από το βιβλίο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ – Β’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 1957


  • Ηλεκτρονική πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com 28  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ  2011
  • Επιμέλεια κειμένου, διορθώσεις: Ελληνικό Ημερολόγιο

Αφήστε μια απάντηση